Ξέρεις ποιο είναι το ανυπέρβλητο πρόβλημα με τις λέξεις; Με τον καιρό ξεθωριάζουν! Μένουν συνήθειες… κι ύστερα πρόθεση… μετά σιωπή… τέλος κενό. Αν κάτσεις να το σκεφτείς, μια ανάστροφη κοσμογονία. Μα για κάποιο λόγο, απροσδιόριστο, ποτέ δεν κάθεσαι. «Συνήθεια», θα πεις δικαιολογούμενος. «Σαν τι γυρεύεις να κατορθώσεις πάντα στεκούμενος;» θα ρωτήσω έπειτα. «Αγνές οι προθέσεις μου!» θα βιαστείς να με καθησυχάσεις. «Αλήθεια;» θα επιμείνω, τάχα αδιάφορα. Δε θα μιλήσεις, μα θα πνιγείς σε ένοχη σιγή. Θα αποστρέψεις τα μάτια έντρομος μη κάποια νέμεση κρύβεται στα δικά μου. Αμ δε! Θα ‘ναι κενά και άδηλα, πάνθωρα και ολογνώστες. Απορείς. Ίσως θαυμάζεις κιόλας. Αναμενόμενο. Για να προλάβω, ενορατικός σίγουρα δεν είμαι. Αν κάποιο χάρισμα έχω –και το λέω για να μη νιώθεις άσχημα εσύ- είναι η αθόρυβη σκέψη. Έτσι κατάφερα να κρυφακούσω που το ‘λεγαν η μια στην άλλη. Κουβεντιάζουν ψιθυρίζοντας σαν βρεθούν σ’ ομήγυρη εμπιστοσύνης. Λένε κι άλλα πολλά, κουτσομπολεύουν, χαχανίζουν. Κι εκεί που αποφαίνομα