Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018

Συμβουλές για Εσωτερική Διακόσμηση

Επισκόπηση χώρου. Με μάτια κρυστάλλινα, δες τριγύρω. Άσε το βλέμμα να περιδιαβεί κάθε διάταξη και σχήμα. Μέτρησε με ίλιγγο τα ύψη. Και με αμφιθυμία τις διαγωνίους, αφού σταθείς περίπου εκεί που το θαρρείς για μέση. Νιώσε την κλίμακα. Μεγέθη απόλυτα πονάνε. Τη νιώθεις; Ωραία. Πάρε ανάσα. Αποτύπωσε, τώρα, τα ΄τυφλά σημεία’. Εκεί όπου ματιά δεν φτάνει, βρίσκει κόγχες ο λογισμός. Αν υφαίνει ιστό, εργάτρια αράχνη, ή παραμύθι, αφηγητής με τη φωνή που ακούς όταν μιλάς στον εαυτό σου, τ’ όριζει … ω, κοίτα! Εδώ πίσω χωράνε μπόλικα μέλλοντα και δε θα τα βλέπει κιόλας άτακτα, όποιος από την πόρτα μπαίνει. Επιλογή χρωμάτων. Οι μονοχρωμίες είναι ασφαλείς, αλλά βαρετές. Τα ουράνια τόξα δεν είναι αθώα πια, πολιτικοποιήθηκαν. Συνδύασε μια λιτή παλέτα, επομένως, με κάτι αυθάδικο να τη σπάει. Έναν τοίχο άλλο χρώμα απ’ τους υπόλοιπους, ας πούμε. Προσοχή, ο τέταρτος θα φέρεται αντιδραστικά και προκλητικά. Μη ρωτάς ποιος απ’ όλους είναι ο τέταρτος και γιατί να μην είναι ο πρώτος δηλαδή, δεν ξέρω.

Προμήθεια

‘Με ποιο δικαίωμα συλλέγεις όση βαστάω ασημόσκονη κι όση στων ρούχων τις πτυχές τρυπώνει δόλια; Για να καμώνεσαι πως φτιάχνεις κόσμους ζωντανούς, αρτιμελείς, μ’ εκλάμψεις κι αντανακλάσεις; Αν είσαι μάστορας και κόσμους ανασταίνεις από της λήθης το ασχημάτιστο, τι τάχα θέλεις τη δικιά μου ταπεινή ουσία; Στο λέω καθαρά, η μαστοριά σου τούτη εμένα με προσβάλει. Γιατί κατά πως θέλεις μοναχά θα πλέξεις αυτές τις ίνες που ξέκλωσες λαθραία. Αλήθεια, το περίγραμμα μπορεί να στο χαλάλιζα, αν είχες την ευγενή προαίρεση απλά να το ζητήσεις. Αυτός, ωστόσο, ο σπινθήρας επάνω στο ακρόχειλο είναι δικός μου. Είμαι εγώ. Κάτω τα χέρια.’ Αυτά μου είπε και μου βαλε να πιω νερό. Είχε στις κινήσεις της μια γαλήνια στοργή που όλως παραδόξως έμοιαζε να υπογραμμίζει την ένταση αυτού του απρόκλητου μανιφέστου. Δεν ήμουν σίγουρος πώς έπρεπε ν’ αντιδράσω. Σήκωσα το ποτήρι αναντίρρητα. Κατηγορούσε άραγε εμένα; Αδύνατο! Είμαι υπεράνω υποψίας. Οι κόσμοι μου εμένα δεν έχουν δανεικές εκλάμψεις -ίσως δεν έχουν εκ

Έρχεται Κάποια Πρωινά

Φτιάχνω καφέ και κάθομαι. Εκείνη ήδη στο ντιβάνι, δίπλα μου όσο πίνω, να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Τότε τα μάτια χάνουν την εστίαση. Σκαλώνει το βλέμμα πέρα κάπου μακριά. Θολώνουν όλα κι ξεθωριάζουνε οι ήχοι. Η όποια κίνηση, παβλοφικό ανακλαστικό. Σφίγγει, ας πούμε, η χούφτα το ποτήρι, όπως σφίγγει το νήπιο το δάχτυλο της μάνας. Το μασούλημα, αφύσικα αργό σε χρονογραμμή διεσταλμένη. Τρίμματα από το βούτημα πέφτουν στο πάτωμα. Τρίμματα εύθραυστης ψυχής. Είναι ένα χάσμα ως το τραπέζι. Το γεφυρώνουν μπράτσα πρόχειρα αγκυρωμένα σε τραχιούς αγκώνες. Επισφαλές το διάβα. Αλλά ορίστε, το τολμά μια ανατριχίλα που κατηφόρισε αυθάδικα ως εκεί. Αυτή είναι η απόσταση μέχρι τον κόσμο, όπου έχει ακόμα υπόσταση και νόημα η ύλη. Σε τούτη την πλευρά, όμως, ισχύουν άλλοι νόμοι. Τίθενται σε ισχύ αυτόματα μαζί με τα υπόλοιπα επιφαινόμενα για όσο είναι εδώ. Ιδρώτας στα ακρόφρυδα σταλάζει. Με το δείκτη σηκώνω πίσω τα γυαλιά που ’χαν γλιστρήσει στη μύτη χαμηλά. Πάτημα πλήκτρου που ενεργοποιεί πρωτόκ

Το Σκαλιστό Αλογατάκι

Είχα ένα αλογατάκι σκαλιστό. Χωρούσε -τόσο δα- στην απαλάμη μου. Γεννήθηκε ξύσμα το ξύσμα, μ’ αγάπη και μεράκι. Ώρες περνούσαν, τα χέρια δούλευαν, σπουδαίο έργο. Με σφαλιστά τα βλέφαρα έβρισκα καμπύλες και αιχμές, ψηλαφώντας αισθαντικά με τ’ ακροδάχτυλα του αντικρινού χεριού. Έτσι μονάχα μου φανερώνονταν το σχέδιο στου μυαλού το μάτι για να ‘ναι λυγερόκορμο κι ολοζώντανο -όπως πραγματικά του αξίζει και του πρέπει. Ήταν φορές που το ‘κλεινα ολάκερο στη φούχτα για να νιώσω τις γραμμές του. Χλιμίντριζε, θαρρείς, τότε εκείνο κλειστοφοβικό και μεμιάς το ξέσφιγγα ανήσυχος. Εκείνα τα ρουθούνια, τα γεμάτα καλπασμό, μ’ έκαναν να νιώθω τρανός τεχνίτης. Φυσικά, τρανός τεχνίτης δεν ήμουν. Όλο άφηνε το σουγιαδάκι χαρακιές. Άντε κάποιες έδιναν υφή και ύφος. Άλλες εξαφανίζονταν, ευτυχώς, μ’ ένα ελαφρύ τρίψιμο με γυαλόχαρτο. Μα ήταν κι άλλες βαθιές, αδικιολόγητες. Κάθε φορά που τις εντόπιζα, βαστώντας ακόμη το άπονο εργαλείο της κακοτεχνίας μου, έτριβα με τη βάση του αντίχειρα τη ράχη της μύτης σ

Κύμβαλον Αλαλάζον

Είναι ο κόσμος αντηχείο που παρεμβάλλεται στις συχνότητες . Γκρίζοι θόρυβοι, παράσιτα φυτρώνουνε πυκνά, γιατί κανένας δε φροντίζει πια τους κήπους. Κι οι θόρυβοι αμείλικτοι πνίγουν τα χρώματα. Είν’ η τσουγκράνα βαριά να τη σηκώσουν ώμοι που σηκώνουν τόσα άλλα. Είναι κι οι χούφτες άμαθες στις σκλήθρες. Ζουν, βέβαια, οι ήχοι. Πάλλεται κάθε τόσο ο αέρας με νοήματα. Μα είν’ τα μάτια τόσο απελπιστικά άδεια στις κόγχες τους που τα νοήματα τρομάζουν, χάνουν το δρόμο, συγκρούονται και πέφτουν καταγής χαλάζι. Με γδούπο άτακτο, εκστατικό. Κλαγγίζουν οι τσίγκινες στέγες στις ψυχές των ανθρώπων, φτωχά υπόστεγα που αγωνίζονται να σωθούν απ’ τα φαινόμενα. Και το χαλάζι άπονο σοδειές τσακίζει, τις λίγες, τις περήφανες. Να, κάποιοι αποζημίωση αυθάδικα απαιτούν κι ορθώνουν γροθιές σε ίλιγγο αγανάκτησης. Τρεμάμενες γροθιές, όπως όλα τα φλάμπουρα κόντρα σε αέρηδες δερβέναγες. Ρουφούν κοφτές ανάσες και χάσκουν, στόματα διάπλατα πασχίζουν ν’ αδειάσουν πνευμόνια φλόγινα. Κι ενώ τους μύες της γνάθου τ

Ο Στολίσκος που Ξέρεις

Αν ήμουν εφοπλιστής με επιχειρηματικό δαιμόνιο, τούτα τα καράβια, που τώρα δα σαλπάρουν απ’ το καρνάγιο της ψυχής, θα τα ‘χα χρυσοντύσει να γυαλίζουν κι ύστερα θα υπέγραφα συμβόλαια με ασφάλιστρα ακριβά. Στο χαμό πάνε. Γιατί σαν φτάνουν και καταλάβει πως τα καπετανεύει ο Κανένας, θα κάνει ο πόνος τα χέρια καταπέλτη να εκσφενδονίσει βράχους. Ή, το χειρότερο, θα στέκουν στον ορμίσκο αγνώριστα, καράβια ξένα σε γνώριμη ακροθαλασσιά. Κανένα χέρι στοργικό για προϋπάντηση. Ούτε ασπίδα να βγει ο πρώτος στη στεριά. Αυτές τις έλιωσε η φωτιά της λάγνας μέθης. Στην πυροστιά που και το σουβλί της έξης αιχμηρό αργοκαπνίζει θεριακλής. Δεν είμαι όμως. Και μένουν ξύλο πεισματάρικο με μια αλατισμένη γραμμή επίγνωσης στα ίσαλα -σημάδι πως έμαθαν ταξίδι τι θα πει και μπάρκο. Όταν πρωτογύρισαν τσακισμένα απ’ τα μπλαβιά τα κύματα, μου είχαν πει οι διανάκτες συμπονετικά: “Είναι σκαριά δίχως περίσωση. Άστα στην άμμο που ξέρει να στοιβάζει θίνες”. Τους παράκουσα και τα καλαφάτησα μονάχος στα κρυφά. Μ’ απ