Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κύμβαλον Αλαλάζον

Είναι ο κόσμος αντηχείο που παρεμβάλλεται στις συχνότητες. Γκρίζοι θόρυβοι, παράσιτα φυτρώνουνε πυκνά, γιατί κανένας δε φροντίζει πια τους κήπους. Κι οι θόρυβοι αμείλικτοι πνίγουν τα χρώματα. Είν’ η τσουγκράνα βαριά να τη σηκώσουν ώμοι που σηκώνουν τόσα άλλα. Είναι κι οι χούφτες άμαθες στις σκλήθρες. Ζουν, βέβαια, οι ήχοι. Πάλλεται κάθε τόσο ο αέρας με νοήματα. Μα είν’ τα μάτια τόσο απελπιστικά άδεια στις κόγχες τους που τα νοήματα τρομάζουν, χάνουν το δρόμο, συγκρούονται και πέφτουν καταγής χαλάζι. Με γδούπο άτακτο, εκστατικό. Κλαγγίζουν οι τσίγκινες στέγες στις ψυχές των ανθρώπων, φτωχά υπόστεγα που αγωνίζονται να σωθούν απ’ τα φαινόμενα.

Και το χαλάζι άπονο σοδειές τσακίζει, τις λίγες, τις περήφανες. Να, κάποιοι αποζημίωση αυθάδικα απαιτούν κι ορθώνουν γροθιές σε ίλιγγο αγανάκτησης. Τρεμάμενες γροθιές, όπως όλα τα φλάμπουρα κόντρα σε αέρηδες δερβέναγες. Ρουφούν κοφτές ανάσες και χάσκουν, στόματα διάπλατα πασχίζουν ν’ αδειάσουν πνευμόνια φλόγινα. Κι ενώ τους μύες της γνάθου τους βλέπεις να συσπώνται και το λαρύγγι να περισφίγγεται μαινόμενο και περιμένεις να βγουν θύελλες τιτάνιες που θα ξαποστείλουν ολωσδιόλου το καρυδότσουφλο που αλόγιστα ονομάτισες ζωή... θρόισμα χλόης. Ανάλαφρο, ανεπαίσθητο. Δρόσος που εξοστρακίζεται μεμιάς πάνω σε φρύδια σμιχτά από συνήθεια. Δεν συνταιριάζονται τα δεδομένα που συλλέγουν οι αισθήσεις -κομμάτια παζλ σαδιστικού.

Αγνοείς τι υποτίθεται πρέπει να κάνεις σε τούτη την περίπτωση. Βουίζουν οι μήνιγγες φρικιαστικά. Εσύ ‘χες μπήξει τα ποδάρια σου στη γη ν’ αντιπαρέλθεις κραδασμούς απ’ ωστικό κύμα μεγάλης έκτασης -έμαθες με πόση ενέργεια εκρήγνυνται οι λέξεις. Πού να ξερες πώς έτσι θα ‘σπαγες του Νεύτωνα τον τρίτο νόμο; Αντίδραση δίχως δράση. Πλημμέλημα το πολύ. Άσε που ποιό σύμπαν-δικαστής να σε δικάσει, όταν τριγύρω όλα προσκυνούν ένα ρεβιζιονισμό αυτάρεσκα μεταμοντέρνο; Όλη η ένταση, το λοιπόν, που ορμήνευσες το σώμα να χυτεύσει για να ατσαλώσεις, σωρεύεται μέσα σου, τηγμένο μέταλλο που καίει τα σπλάχνα. Ουρλιάζεις από τον πόνο. Θρόισμα ακούγεται πάλι.

Λένε πως τον πλανήτη αυτό τον κατακυριεύσαμε μονάχα από ιδιοτροπία μιας παιχνιδιάρας τύχης. Δεν ήταν ούτε η φωτιά, ούτε το σίδερο. Ήταν που καταφέραμε από γρύλισμα θεριού να πλάσουμε λαλιά πολυσήμαντη, ο ένας πλάι στον άλλο να σταθούμε και να συνδέσουμε, πέρα από το χώρο και το χρόνο, έλλογο νου με έλλογο νου. Κοσμογονία. Μα τώρα ο ένας πλάι στον άλλο κι αν στεκόμαστε κι είν’ η λαλιά μας πιο πολυσήμαντη από ποτέ -τη γνώση των αιώνων φορτωμένη, έλλογο νου να συνδεθεί έλλογος νους δε βρίσκει. Αγωνία. Κάτι απροσδιόριστο μπλοκάρει τις συνάψεις. Είμαι εγώ ένα αντηχείο που παρεμβάλλεται στις συχνότητες.

Σχόλια