Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2020

Ορισμός Προεπιλεγμένης Μηχανής Αναζήτησης

Τις μεγάλες αλήθειες δεν θα τις βρεις στο δρόμο. Όχι γιατί οι άνθρωποι δεν θα πετούσαν αψήφιστα κάτι που λογίζουνε μιας χρήσης. Κάθε άλλο. Είναι που η άσφαλτος τις νύχτες τρελά επιταχύνει, ψάχνοντας φώτα ασθμαίνοντα και δήθεν ντροπαλά. Και στο φευγιό της πάνω - την ένταση, τη ζάλη και τη δύσπνοια- όσα πρώτερα φορούσε απεκδύεται και προχωρά γυμνή. Στο πλάι πέφτουν τα πλουμίδια. Όσα αγόρασε, όσα της δώρισαν κι όσα φορτώθηκε από τύχη ή ατυχία. Στα ρείθρα, που σέρνουν τις αναμνήσεις της βίαιης βροχής με τα ξεσπάσματα θυμού. Εκεί μουλιάζουν. Χάνουν το χρώμα και το σχήμα τους. Γίνονται πολτός πηχτός. Ακατανόητος.  Μήτε στης πυτζάμας σου τις τσέπες θα τις βρεις. Όχι γιατί οι άνθρωποι δε θα παράχωναν αφηρημένοι όπου τους βόλευε κάτι που να κρατήσουν στην παλάμη αδυνατούν. Κάθε άλλο. Είναι που οι πυτζάμες τσέπες δεν έχουνε συνήθως. Κι ας έχουν ρίγες ή κουμπιά, κορδέλες ή δαντέλα. Άσε που κάποιοι πυτζάμες δεν φοράνε. Έτσι οι γνώριμες χούφτες άστεγες μένουνε συχνά. Κι ό,τι της προσοχής λανθάνει κ

Δωμάτιο Επίδρασης

Κοφτερό χιούμορ. Καυστική ειρωνεία. Ειλικρίνεια που σπάει κόκαλα. Αλύγιστη πεποίθηση. Φωνή δική σου. Αξεπέραστη. Ασυναγώνιστη. Μοναδική. Όπως κι οι υπόλοιπες. Στριμωγμένες άτσαλα ανάμεσα σε τοίχους κλειστοφοβικούς με έξοδο σφαλιστή. Χορωδία του τρόμου. Λόγια πάνω σε λόγια. Άτακτες στοίβες ίσαμε το ταβάνι. Αφρός από κύματα κουρσάρους και λυσσασμένα σκυλιά που αλυχτάνε στο χαμένο ασημόφωτο. Βενθικές ατμόσφαιρες ξεπριτσινώνουν βασταγερές ραφές καλλιτεχνικές. Φυσαλίδες ξεφεύγουν, μικροί αυτόνομοι κόσμοι. Απ’ το σπασμένο γυαλί στο κράνος του σκάφανδρου που ραγίζει από μια τσεκουράτη κατακούτελη δήλωση. Κι ο ζωογόνος σωλήνας μπλεγμένος, δεσμός γόρδιος. Σε καμιά επιφάνεια δεν οδηγεί. Όχι τουλάχιστον σε κάποια που μπορεί ανάσες να προσφέρει. Μεγαλέξανδροι τραβάνε σπαθιά που ακόνισμα θέλουν. Κι αν τους κοιτάξεις στα μάτια βαθιά, αυτά τα μάτια που πάνθηρα μοιάζουν -μαύρου ή ροζ, διακρίσεις δε γίνονται- το όπλο απρόθυμα θηκιάζουν κι ένα φάλτσο σκοπό περισπασμού αρχίζουν να σφυρίζουν. Τα δάχτυλα

Τεχνικές Παλαίωσης Ψυχοδραστικών Αποσταγμάτων

  Όταν το απροσδόκητο γίνεται καθημερινό, οι κανόνες στρεβλώνουν. Καρικατούρες γίνονται. Και κωμικές διαδρομές υπαγορεύουν. Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις. Να τα ξεχάσεις γιατί σε κρατάνε δεμένο στο τότε τους. Το τότε τους ό,τι κι αν ήταν, δεν είναι το τώρα. Ήρθε το άγνωστο μπαλτάς κι έκοψε πανσέτες τη χρονική συνέχεια. Με τομές μαεστρικές χασάπη χεροδύναμου. Το τώρα ζητάει άλλα πράγματα από εσένα. Μα εσύ δεν ακούς. Δε θέλεις ν’ ακούσεις. Τ’ αυτιά βουλώνεις. Δεν ξέρεις τούτη την αλλόκοσμη γλώσσα κι ο ήχος της σ’ ανατριχιάζει. Είναι για σένα πικρή, διχαλωτή και δόλια. Συριγμοί και βουρβουρητά. Θόρυβος. Τρομακτικός. Επίπονος. Βρίσκεις ασφαλές καταφύγιο χτισμένο από στρατιώτες της αλύγιστης παράδοσης. Με πόρτες βαριές μεταλλικές κι ενισχυμένο αντιβαλλιστικό σκυρόδεμα σε τοίχους και ταβάνια. Υπόγεια που σβήνουν την ακατάληπτη οχλαγωγία. Αναθαρρεύεις. Εξερευνάς. Κάτι γυαλίζει εδώ κάτω στου φακού σου το λήθαργο αντιφέγγισμα. Πλησιάζεις. Μια ολόκληρη ξύλινη κάσα ασυνάρτητο! Μισάνοιχτη -ίσα να

Αστική Εξερεύνηση

Αυστηρός κριτής. Δίκαιος. Αδέκαστος. Μ’ επιχειρήματα στιβαρά. Και προτάσεις εμπεριστατωμένες. Πολλές προτάσεις. Προτάσεις που πέφτουν στο κενό και σπάνε τα ποδάρια τους. Σκούζουν φρικτά και κλαίνε. Όχι για τα κόκκαλα που σχίζουν αιχμηρά τη δόλια σάρκα και βήματα ξεκόβουν. Ούτε για το αμετανόητο σάλτο που τις γκρέμισε στο παγερό επίπεδο κάποιου μισοσβησμένου, λερού παράδρομου. Ανάμεσα σε γάτες μονόφθαλμες κι άδεια χαρτόκουτα. Μα για κείνον που στέκει ακόμα αγέρωχος. Και σκέφτεται και κρίνει. Χωρίς να ξέρει. Χωρίς να θέλει να μάθει. Αν ήξερε που καταλήγουν τα καλογυαλισμένα λόγια του θα ‘χε σιγήσει σίγουρα. Ή θα ‘χε τουλάχιστον κατέβει απ’ την ταράτσα.  Μα είναι το πανόραμα που έμπνευση του δίνει. Από εδώ πάνω έχει άλλη οπτική απ’ ό,τι οι διαβάτες κάτω. Να’ ναι καλά οι άνθρωποι να φτάσουν όπου θέλουν. Χαμένα μοιάζουν να τα ‘χουν όμως. Ούτε εκείνος τα βλέπει όλα -ταράτσες πιο ψηλές του κόβουνε τη θέα. Βλέπει, ωστόσο, κάμποσα. Τις λάθος στροφές. Τ’ άδοξα αδιέξοδα. Τους δρόμους τους πολύβοο

Σχεδιασμός Αναλυτικού Προγράμματος

Στόχοι. Μακρόπνοος. Αέρας σηκώνεται. Κι αν κάποτε ήταν δροσερός, τώρα ρίχνει χαστούκια. Μάγουλα τύμπανα τανυσμένα ενός ρυθμού οργίλου. Δίνει φτερά και σπάει κόκκαλα. Αναστροφές μανιώδεις. Ιταμές χαμαιωρήσεις. Πτήσεις και πτώσεις. Γενικές ναι, δοτικές όχι. Όσες είδε ο Όρβιλ. Όσες ο Όργουελ πρόβλεψε. Αρκετά ψηλά για ν’ ανασάνεις μισό χαμόγελο στ’ ανέβασμα, πριν ανελέητος ο γδούπος του εδάφους, που σβουριχτό επιταχύνει ως τη μούρη σου, τα δόντια σου σπάσει. Η ζάλη που νιώθεις, δεν είναι ο ίλιγγος του ύψους. Είναι η διάσειση απ’ τα γκρεμίσματα. Αδιαφορείς. Ανέφελους αιθέρες ζητάς και τα ρουθούνια σου πάλλονται. Κι ας μη τους βρήκες. Ως τώρα. Προδιαθέσεις. Δε νιώθεις ασφαλής εδώ. Ούτ’ ολόκληρος. Πόσο μάλλον ωραίος. Τριξίματα ακούς. Σηκώνεται σκόνη. Κάτι υποχθόνιο αναδύεται. Το νιώθεις στις δονήσεις. Η γης ζητά πατήματα και δένει τους φυγάδες. Με κάθε αγεωμέτρητο βήμα, που άλματος μοιάζει πρόδρομος, στους αστραγάλους καταβολάδες φιδογυρίζουν σβέλτες. Λαβύρινθοι πολυσχιδείς φυτρώνουν όπου λ

Οι Γραμμές Τρέχουν Βαθιά

Υπάρχει κάτι που κρατά τον κόσμο σου ακέραιο και συμπαγή. Πάνω στις χαρακιές σου έρπει βαρύ και τους νευρώνες διεγείρει. Να γίνουν σίδερα καυτά να λιώνουν ό,τι αγγίζουν. Να γίνουν ηλεκτρόδια έτοιμα για κολλήσεις. Κι όσο εσύ αμφιγνωμείς, στοχάζεσαι, θαυμάζεις, εκείνο ακούραστα αειφόρο σχέδιο επιτελικό εφαρμόζει. Των λογισμών σου όλα τα αταίριαστα κομμάτια -ψελλίσματα, μουδιάσματα, εικόνες- σε σχήμα γνώριμο και πρακτικό τα σφιχτοδένει. Με ακρίβεια και διακριτικότητα ζηλευτή. Πού ‘ναι μετά να πάει ή από πού έχει περάσει ήδη δε γνωρίζεις. Ποτέ δεν το συνάντησες επί τω έργω. Ούτε και πρέπει. Να’ σαι απλά ευγνώμονας που δεν τα παρατάει.  Μονάχα έτσι μπορεί το σύστημα της ύπαρξης περήφανο και ασφαλές να καταπλέει για το μεγάλο το ταξίδι των πάντων και των ύστερων. Με τα λιμάνια του διάστικτα στην οικουμένη χρυσές πινέζες κι όλες τις ρότες αναμετάξυ τους κόκκινο σπάγκο. Πλώρη με δουλεμένη αυτοπεποίθηση να βάζει, ακόμα και για πλεύσεις που αδύνατες λογιούνται. Ταυτόχρονες, τεθλασμένες, αντίρροπ

Διαλέγοντας Κεράσια

  Δεν είμαι απ’ τους πολύχρωμους ανθρώπους. Αυτούς που θέλεις στη ζωή σου για να την ντύσουν στα εμπριμέ, κρύβοντας τις ασχήμιες. Που ‘χουν στο βλέμμα λάμψη που τραγουδά φαλσέτο και που χορευτικό ρυθμό το βήμα τους χτυπάει. Τούτοι με κάνουν να νιώθω άβολα. Κι είμαι συχνά καχύποπτος τι θέλουν αλήθεια να πετύχουν. Θλιβεροί παλιάτσοι. Δεκάρες κάλπικες. Τρομάζουν σαν δουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη χωρίς το μακιγιάζ της ξέγνοιαστης ελαφρότητας. Στην επιφάνεια λικνίζονται αυτάρεσκα χωρίς να βουτήξουνε ποτέ στα βάθη τα πηχτά του αβυσσαίου είναι. Κι αυτόν το φόβο τον μυρίζομαι. Είναι τόσο δύσοσμος που τα πλουμίδια με δάκρυα ξεπλένει. Είναι όλοι τους είτε αποκρουστικά αδαείς είτε εκμαυλιστικά υποκριτές; Όχι. Υπάρχουν ειλικρινή πλάσματα της ίριδας. Δεν τ’ αρνούμαι. Μ’ αυτογνωσία κι ακεραιότητα που δεν τους στοίχισε όλα τους τα χαζογελάσματα. Που τρύπησαν το έρεβος της ύπαρξης και βρήκαν παλέτα ν’ αναβλύζει. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι, να μοιράζονται όση βαστάει η ψυχή τους ομορφιά. Όπως την ξέρ

Παρά Θιν’ Αλλιώς

Τούτη την άμμο θάλασσα δεν τη νοτίζει. Μα στεγνή, πυρόξανθη δεν είναι της ερήμου. Είναι ιξώδης και μπλαβιά. Άβολη και σβέλτη. Πιο σβέλτη κι από τους λογισμούς ακόμα. Λογισμούς που μάθανε να τρέχουν σαν το φως για να ξεφεύγουν απ’ το σαρκοφάγο σκοτάδι της αδράνειας. Μα τώρα αργόσχολοι μοιάζουνε και ρέμπελοι. Όπου και να πας, δεν έχεις πάει πουθενά. Όλα τα βήματα σ’ αυτήν πίσω οδηγούν. Τη γνώριμη και ξένη. Αποπροσανατολισμός που φέρνει την απόγνωση. Κάθε κίνηση πιο βαθιά σε παραχώνει. Επομένως, στάση. Όχι του δύσμοιρου λεωφορείου που αγκομαχά ασθματικό τη διαδρομή να βγάλει. Αν κι αυτή εξίσου γκροτέσκα είναι. Δεν είναι οι μασκοφόροι αυτοί εκδικητές το νόμο στα χέρια τους να πάρουν. Όχι πως έχουν άδεια χέρια δηλαδή. Το ‘να σφίγγει χειρολαβή ή ορθοστάτη. Ή απλώνεται όσο μπορεί, ισορροπία να κρατά γι’ ένα απ’ τα πιο ειλικρινή ζεϊμπέκικα της πλάσης. Και τ’ άλλο χέρι φυσικά βαστά τον παντογνώστη -που ‘μαθε στους ανθρώπους να ‘χουν το βλέμμα κάτω. Είναι εδώ η άμμος που καλοκαίρι δε μυρίζει, μα

Τόλμη και Πραγματεία

Αν οι σκέψεις σου είχαν την περίεργη συνήθεια να ενσαρκώνονται μπροστά σου αυτοστιγμεί, μ’ όλη τους την ακατέργαστη ένταση και εντελή ασάφεια, θα ‘χες άραγε το κουράγιο να συνεχίζεις να σκέφτεσαι ακατάβλητος; Κι αν ο κάθε λογισμός σου -απείθαρχος ή καθωσπρέπει- απτά γεννήματα έφερνε και θεμελιώδεις συμπαντικές μεταπλάσεις, ώστε να προκύπτουν μονάχα κυριολεξίες κι αυτονόητα, πώς θα ‘ταν άραγε ο κόσμος τότε; Να ξεπηδά απ’ το δικό σου το αυτοδιάθετο μυαλό το είναι και το δέον. Χωρίς αντίρρηση και δισταγμό, εξόν απ’ όσους ενυπάρχουν στα αξιωματικά σου οξύμωρα. Θα ‘σουν περήφανος ή τρομοκρατημένος να ‘σαι πολίτης αυτού του άλλου κόσμου; Παρά την υποστατική αισιοδοξία και τη μελετημένη αυτογνωσία, δεν παίρνεις το ρίσκο, έτσι; Μια σκλήθρα αρκεί για να ξεσκίσει ολόκληρο το ύφασμα της ύπαρξης. Γιατί αυτή η μία χιλιάδες θα γεννήσει. Κι εκείνες άλλες. Πιο αιχμηρές. Πιο μοχθηρές. Και πιο μεγάλες. Δεν αρκεί μια μαντεψιά, μια εκτίμηση ή μια πεποίθηση. Χρειάζεται απόλυτη επίγνωση. Διστάζεις. Ω, τ

Το Κουτί με τα Παζλ

Κοίτα εδώ μέσα τι κρύβω. Δώσε μου όποιο αντικείμενο θες. Υπάρχει τρόπος να χωρέσει. Υπάρχει τρόπος να χωρέσουν κι αντικείμενα που δε θα μου δώσεις ποτέ. Που τα κρατάς κρυμμένα στο ντουλάπι του μπάνιου και τα θυμάσαι μ’ ονειροπόληση σαν βουρτσίζεις τα δόντια. Και το νερό τρέχει. Κι οι πιτσιλιές σε δροσίζουν. Αχ, πρέπει να κλείσεις τη βρύση. Και το βουρβουρητό σβήνει. Πριν πας στο κρεβάτι, πες μου τι είδες εκεί μπροστά στο νιπτήρα. Μα πες το μου όχι με λέξεις. Ούτε νοήματα. Πες το μου με τα μεγάλα σου μάτια. Πες το μου παίρνοντας το κουτί στα χέρια σου. Σ’ αρέσουν τα παζλ. Το ξέρω. Το βλέπω. Κοίτα κομμάτια αυτό πόσα έχει. Πιότερα απ’ όλα του κόσμου τα παζλ μαζί -κι αυτά που θα φτιαχτούνε στο μέλλον. Ή δύο μονάχα. Ακόμα διστάζεις. Δυσπιστείς. Πώς γίνεται ν’ αλλάζει ο αριθμός; Ορίστε για σένα γυρίζω τη θήκη ανάποδα να κατρακυλήσουν κατάχαμα και τα χέρια σηκώνω, μήπως κάποιο τέχνασμα θαρρείς πως μετέρχομαι. Μέτρα τα όλα. Είναι πολλά. Ή ίσως και όχι. Είναι όσα πρέπει. Πρόκληση σπου

Θου, Κύριε

Ένα αυτί κρεμασμένο χυδαία, καταμεσής της πλατείας των ήχων, ψάχνει αχόρταγα μ’ ανάσα κομμένη. Είναι τυφλό κι οργήλο κι άχαρο κι εκδίκηση θέλει. Δεν ξέρει γιατί. Δικαιοσύνη το λέει. Απαιτεί ο κόσμος -που πάντα γυρίζει τις ακατανόητες του ιλίγγου τις σβούρες - να ‘ρθει να σταθεί κατά πώς νομίζει εκείνο πως πρέπει. Να σταθεί να τον εξετάσει, να τον μετρήσει και να τον βγάλει λειψό. Αλάνθαστη κρίση. Τρανός θυροφύλακας που διαφεντεύει περάσματα νευραλγικά κομπάζει πως είναι. Όντως, πλάι σ’ αυλόπορτα βαριά κι ιεροπρεπή έχει το πόστο του. Να την, στέκει μονάχη, αλλόκοσμη, μπρος σ’ αδρά χαλάσματα κι ίσκιους πηχτούς του απλησίαστου. Ίσως κάποτε εδώ, σ’ αυτήν τη θλιβερή αλάνα με τα ερείπια, να υπήρξε ένα μέγαρο μεγαλοπρέπειας. Με χλόη δροσερή στον κήπο του. Και φαναράκια να φέγγουν τα μονοπάτια για τους επισκέπτες τα βράδια. Μα κι αν υπήρξε, οι επισκέπτες έπαψαν να ‘ρχονται. Κι ύστερα πέρασαν χρόνια κι αγέρηδες ληστές. Τώρα αγκάθια και χόρτα ψηλά και θραύσματα. Ο φοβερός μαντρότοιχος

Αποστάσεις Ασφαλείας

Είναι πράγματα που απέχουν μεταξύ τους. Πολύ ή λίγο δεν έχει σημασία. Μα το ένα υπάρχει εδώ, το άλλο εκεί και τίποτα ανάμεσα. Αυτή είναι η τάξη που αρμόζει. Έτσι να μένουν πάντα. Γιατί νοείται άκρως επικίνδυνο δίπλα-δίπλα να βρεθούνε. Υπάρχει λόγος σοβαρός που μεριμνούμε να τα κρατάμε χωριστά. Απλά τελεί υπό καθεστώς αιρεσιμότητας. Αν ύποπτο ή παράλογο σου φαίνεται, φταίει που προσπαθείς να καταλάβεις. Δε χρειάζεται. Άλλοι πιο σοφοί από εμάς μελέτησαν και έβγαλαν πόρισμα. Δέξου το για το καλό σου. Για το καλό όλων μας. Με αίσθημα προσωπικής ευθύνης. Γίνε παράδειγμα. Σε μπέρδεψα, ε;. Να γίνω πιο συγκεκριμένος. Ας πούμε απέχει το εξοχικό απ’ το πατρικό, ο δάσκαλος απ’ το μαθητή, ο τρελός απ’ τη βασίλισσα. Μετράς κινήσεις νοερά σε μαυρόασπρα τετράγωνα να δεις αν επαληθεύεται ετούτη η απερίφραστη κατάφαση. Ροκέ μεγάλο. Ακόμα δυσπιστείς. Μα δε μιλάμε για σκακιέρα. Ούτε, βέβαια, για χάρτη ή λευκοπίνακα. Σαχ εξ αποκαλύψεως. Οι επιφάνειες έχουν πολύπλοκες τοπολογίες, γι’ αυτό επιβάλλεται να

Κανόνες Εμπλοκής

Θα ‘ρθουνε. Έρχονται. Έχουνε φτάσει. Σκοτάδι πάνω στα κεφάλια μας και αρπάγες στους αστραγάλους. Μη στέκεσαι. Λύγα στα δύο. Στα τέσσερα. Ματσάκι βότανα κάτω στη γης. Στη γης που τρέμει από ποδοβολητά. Τ’ ακούς. Τ’ ακούμε όλοι. Γδούπος και σκόνη. Αυτόν τον ήχο να τον ετρέμεις. Και μες στο τρέμουλο σφίξε γροθιές. Και μες στις γορθιές σφίξε συντρίμμια. Να ‘ρθουν να λιώσουν απ’ το της ψυχής το αυτοσχέδιο χυτήριο που μάγμα ξερνάει. Να γίνουν πάλι ακέραια. Να γίνουν λεπίδες. Τσούζουν τα μάτια στο πύρινο αντιφέγγισμα. Σφαλίζεις τα βλέφαρά με συρματόπλεγμα. Ένα δάκρυ κυλάει τρεχάτο. Σάμπως τι θα προλάβει να σβήσει; Φτάνει μετά βίας στη μύτη. Εξατμίζεται. Χλιμιντρίζεις, ενώ τα ρουθούνια σου καίνε. Ανάσα ζητάς. Μα δεν τολμάς να εισπνεύσεις, γιατί ο τάχα ζωοδότης αέρας καυτηριάζει άπονα τα δόλια πνευμόνια σου. Σχίζεις τα σύννεφα, αστραπές καταπίνεις. Όμως όσες βροχές κι αν διαβείς, δε σιγάζει το καύσος. Δε σιγάζει της πιλάλας το πάθος. Δε σιγάζουν οι σπαρακτικές ικεσίες στου μυαλού σου την αν

Α-συμφωνία σε Ρε Μείζονα

Κι όλοι τριγύρω ξέρουμε πώς είν’ ο κόσμος. Ή κάλλιο πώς πρέπει να ‘ναι. Εμείς μονάχα ανάμεσα σε όλους. Αυθάδικα στοιβάζουμε τις γνώμες μας σε ξένες πλάτες. Ν’ αράζουνε νωχελικά και μπέικα, ορόσημο να γίνουν. Μήτε ρωτάμε γι’ αντοχές ή πρόθεση ή ζέση. Μήτε μας μέλλει. Απλά το βάθρο να ψηλώνει. Να σκαρφαλώσουμε έπειτα εμείς μαέστροι επάνω. Να διευθύνουμε τη δύσμοιρη, ξεκούρδιστη ορχήστρα, που ικέτιδα παρακαλεί απ’ το θόρυβο να γλιτώσει της αμέλειας. Ευθύς σηκώνουμε χέρια να υποδείξουμε ρυθμό. Τον έναν. Τον απόλυτο. Αυτόν που ο νους μας πλάθει. Άσχετα άμα μάθαμε ποτέ ρυθμός τι πάει να πει. Ή ενορχήστρωση. Δεν είναι δα και δύσκολο. Το κάνει ο καθένας. Ή θα ‘πρεπε. Λιγάκι μυαλό αν είχε. Κι αν όχι την οξύνοια, έστω τη φρόνηση παραδοχής ή και της πίστης θάρρος. Καταλαβαίνω, δεν είμαστε όλοι τυχεροί. Γι’ αυτό προσπάθεια θέλει. Δε γίνεται κάθε φορά να συζητάμε εξ’ αρχής αρχές, μέσα και τέλη. Μα κοίτα το. Απλό κι αυθόρμητο, θαρρείς νόμος της φύσης. Έτσι, όμως, όχι διαφορετικά. Ειδάλλως με ξ