Μήτε στης πυτζάμας σου τις τσέπες θα τις βρεις. Όχι γιατί οι άνθρωποι δε θα παράχωναν αφηρημένοι όπου τους βόλευε κάτι που να κρατήσουν στην παλάμη αδυνατούν. Κάθε άλλο. Είναι που οι πυτζάμες τσέπες δεν έχουνε συνήθως. Κι ας έχουν ρίγες ή κουμπιά, κορδέλες ή δαντέλα. Άσε που κάποιοι πυτζάμες δεν φοράνε. Έτσι οι γνώριμες χούφτες άστεγες μένουνε συχνά. Κι ό,τι της προσοχής λανθάνει και πλέον δεν προκόβει στο χειρόπιασμα κάπου στο σπίτι ξεχασμένο βολοδέρνει. Έχει κατρακυλήσει πίσω από έπιπλα βαριά και σκόνη αδιάκοπα σωρεύει, θρύψαλα σπασμένο άδικης πτώσης ένεκα. Μαζί με ψίχουλα, συνδετήρες, κέρματα και φίλτρα ακάπνιστων τσιγάρων.
Σίγουρα δεν θα τις βρεις στις αράδες πυκνογραμμένου τευχιδίου. Όχι γιατί οι άνθρωποι δε θα στριμώχναν νοσταλγικά ανάμεσα σε νοτερές σελίδες κάτι που τάχα θέλαν να θυμούνται. Κάθε άλλο. Είναι που οι γραμματοσειρές φιδογυρίζουν στο χαρτί, ενέδρες στήνοντας στα κιτρινωπά διάκενα, δήγμα φαρμακερό να καταφέρουν. Και κάτω από τους συριγμούς και τα γλωσσίσματα, το σβέλτο δέρμα και των ματιών τα σχίσματα, η πρόθεση η δόλια στο πρηνηδόν ασκείται. Ό,τι γεννιέται αληθινό, ολάκερο το χάφτουν, πριν να προφτάσει ενήλικο να τρέξει. Το μάκρος μονάχα ν’ αυξάνει και του κορμιού οι πνιγηρές οι σπείρες. Σαν χωνέψουν, εξέμουν τρίχες, νύχια και δόντια.
Άδικα ψάχνεις. Πουθενά δε θα τις βρεις. Ή κι αν τις βρεις, δε θα σ’ αρέσουν. Δε θα ‘ναι έτσι περίλαμπρες, ακέραιες, λιμπιστικές. Μάλλον μουντές, κομμάτια και κακόμοιρες. Ή και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. Τόσο μακριά απ’ αυτό που έχεις στο νου σου σχηματίσει που ίσως να πάψεις να πιστεύεις σε αλήθειες ολωσδιόλου. Γι’ αυτό σου λέω, μην παιδεύεσαι. Μα αν βολεύεσαι με τις μικρές, τις τόσο δα, που ίσα το μάτι πιάνει, ίσως κάτι έχω να σου δείξω. Τη βλέπεις τούτη που ‘χω ακουμπισμένη στη σάρκα του ακροδάχτυλου του δείκτη; Όντως; Εύπιστος είσαι. Μπορεί τελικά να βρεις κι απείραχτες μεγάλες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου