Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2023

Αυτό που δεν Ταιριάζει

Διαίρεση κι αφαίρεση. Πράξεις πολύτιμες. Βαστούν τους συνδέσμους κι αποζημιώνουν για τυχόντα ελλείμματα με κοινές μετοχές. Κάθε αράδα ένα πρόβλημα καινούργιο. Τι είναι αλλιώτικο απ’ τα υπόλοιπα; Δες και πες μου ή με το δάχτυλο δείξε. Όχι ποια στήνουν πανηγύρι και γιορτή, μαζί γελάνε και χορεύουν. Αυτά ποσώς μας νοιάζουν. Κανείς δεν τ’ αναζήτησε ποτέ κι ούτε και πρόκειται. Είναι εκεί και σήμερα και αύριο και πάντα. Τίποτα δεν μαρτυρούν για τις μεγάλες εξισώσεις της επιλύουσας πλάσης.Το ένα μας αφορά. Που στέκει παράμερα χωρίς να συγχρωτίζεται. Εκείνο που θα αναγκαστεί να διαβεί το ίσον επειδή αντέχει να κολυμπήσει ανάντη.  Ζώο ασυνόδευτο παρατάει το κοπάδι από συνήθεια. Χωρίς πίσω να κοιτάει. Δεν γουστάρει σκόνη κι αχούς από στριμώγματα. Κανένα λάσο δεν φτιάχνει θηλιά αρκετά φαρδιά το βερνικωμένο του κέρατο να δέσει. Όσα μπόλας κι αν πετάξουν στα σβέλτα του ποδάρια αστοχούν. Καμία μπράντα συνεπώς δεν του καίει τα καπούλια. Μονάχα τούτο το παράταιρο σημάδι εκ γενετής. Πολλοί το είδαν.

Διασφάλιση Κρίσιμων Υποδομών

Οι υποθέσεις εργασίας, αρχιμάστορα, κάποτε σχολάνε και πάνε σπίτια τους ν’ αράξουν στο ταπεινό ντιβάνι μετά δόξης και τιμής. Σκεπάρνια τότε δεν χτυπούν, καρφιά βαθιά στα υλικά να μπήξουν. Μήτε νήματα στάθμης δένουν, να ‘χουν να παίρνουν αλφαδιές αδιαπραγμάτευτες με σβέλτες θεωρίες. Έτσι ορίζει ο οικοδομικός κανονισμός. Έτσι και η εμπειρία. Θα πρεπε να το ξέρεις του σιναφιού αφού είσαι και στο κουρμπέτι έτη και έτη συναπτά. Δεν γίνεται ολοένα στο εργοτάξιο να τις κρατάς να σου δουλεύουν φρυκτές υπερωρίες. Όσα επιπλέον μεροκάματα κι αν τάξεις. Πόσο ν’ αντέξουν; Θα σιχτιρίσουν και στα μούτρα θα σε φτύσουν. Δίκιο θα έχουν. Γιαπί ο δοξασμένος πύργος θ’ απομείνει. Πέτρες στοιβαγμένες και ανεκπλήρωτες προθέσεις. Χωρίς ταβάνι τα δωμάτια. Χωρίς σοβάτισμα οι τοίχοι. Τζάμπα ο κόπος. Τη σφυρίχτρα της λήξης βάρδιας, μου φαίνεται, έχεις στη ζούλα απορρυθμίσει ώστε να μην ηχεί ποτέ. Και την αφήνεις ανεπισκεύαστη επίτηδες από δόλιο συμφέρον κι όχι από φόρτο υπερβάλλοντα ή αμέλεια αθώα. Καθώς αυτή ψυ

Σερμπέτι και Μπαρούτη

Θέλεις, ω μέγα σύγχρονε στρατηλάτη, να καταλάβεις. Να καταλάβεις πολλά και γρήγορα. Αυτοκρατορία να ‘χεις στήσει αχανή, ώσπου να βράσει το βραδινό σου τσάι. Ξένα μέρη να πάρεις για δικά σου και τα κουμάντα σου να κάνεις τα δερβίσικα στους δρόμους και τις αποθήκες τους. Σήμερα κιόλας, που κίνησες απ’ την κρεβατοκάμαρα για να φτάσεις οσονούπω στο σαλόνι. Το λέει περδικούλα σου, το ξέρεις. Αγόρασες γαλόνια απ’ το ίντερνετ σε τιμή συμφέρουσα με άμεση παράδοση κατ’ οίκον. Για ασκήσεις στην τέχνη της πολιορκίας ούτε λόγος. Ό,τι είναι να μάθεις θα το μάθεις μπαμ και κάτω. Τα πιάνεις εύκολα εξάλλου.  Τα πιάνεις εύκολα, εφόσον άλλοι ξέρουν να ρίξουν. Γιατί είναι και κάτι τύποι, τελείως ξεχαμπάρωτοι, μωρ’ αδελφάκι μου. Δόγηδες τάχα λογίζονται, μα μία δεν σκαμπάζουν από γουστόζικα τοπώνυμα. Όλο κάτι μακρυνάρια δυσκολοπρόφερτα σε γλώσσες ασυνάρτητες μολογάνε, σαν ρωτάς για πού τραβάνε συνήθως οι κοσμοκράτορες. Ετούτοι κάργα σε φθονούν και σ’ επιβουλεύονται, να ξέρεις. Γιατί είσαι μερακλής και ξύ

Όλες οι Άλλες Γλώσσες

Καταμεσής σε αλωνάκι βαθουλό που ορίζουν πάσσαλοι αυτοφυείς ένα γύρω και γκρεμός βαθύπτωτος στο πέρα. Κτήμα μισιακό της γνώσης και της λόξας. Εκεί θα την βρεις, δουλοπάροικο κι επιστάτρια. Στα ριζά παντοτινά δεμένη από γεννησιμιού της. Ήσυχη ποτέ δεν μένει. Ολοένα πάλλεται, χοροπηδάει και χορεύει. Μια τ’ ανάγλυφα ουράνια γαργαλάει και πασαλείβεται την κοσμογόνα αστερόσκονη. Μια ξοπίσω, σιμά στην μπούκα του φρέατος που σκαπανεύουν άνεμοι ποιητές, αποσύρεται να πάρει φόρα για ταυροκαθάψια. Υποκλίσεις, στροφές, τινάγματα με πάθος και λαχτάρα εκτελεί. Έχει διπλώματα πολλά στο παλμαρέ της. Έτσι αεικίνητη, επιμελής και σβέλτη που ‘ναι, μονάχα ευδοκίμηση θε να φέρει στους οικείους.  Εξόν άμα μακραδερφάδες της, σπουδάστριες της υπέροχης τάξης του αδιαμφισβήτητου, επέμβουν αυτεπάγγελτα κι εκδώσουνε διάταγμα πως πρέπει παραταύτα να λουφάξει. Φρόνιμη να μείνει. Να πάψει, οριστικώς κι αμετακλήτως, τις προκλητικές γυροβολιές που υφαίνουν εύπτυχες νεφέλες και χαλκεύουν όλκιμα βουητά. Να μην παίζει

Ανίχνευση Πυλών Υποδοχής

Πρόθυμος είμαι να χωρέσω σ’ όποιον νου με μπάσουνε νεύματα προσκλητικά. Όσο κι αν πρέπει να σκύψω ή να πηδήξω στο κατώφλι για να φτάσω το πολύτιμο. Τα γούστα μου ξέρω πάνω-κάτω, μα ποτέ κανείς δεν έχασε δοκιμάζοντας κάτι καινούργιο. Έτσι καμιά πρόσκληση δεν απορρίπτω. Σεμνή ή μεγαλόφωνη. Δεν έχω πρόθεση την επικρατούσα τάξη να χαλάσω ή να αμφισβητήσω των νοικοκυρέων τη σεβάσμια φρονιμάδα. Αγένεια θα ‘ταν. Κοιτάζω και παρατηρώ μονάχα. Πλέκω τα δάχτυλα. Σταυρώνω τα ποδάρια. Έχω υποχρέωση εδώ που βρέθηκα να καταγράψω. Γιατί αλλιώτικα τη διάταξη οι καμαράρχες να φανερώσουν, αν δεν ήθελαν να δω και να θαυμάσω; Όταν λέω πρόθυμος, δεν πετάω και τη σκούφια μου. Να ‘με σγχωρνάνε οι αφεντάδες που καλογνώμησαν να μου εκάμουν το ορίστε. Μακάριοι να ‘στε κι ευλογία στα ομορφολάξευτα τσερβέλα σας. Φίλντισι στα φρύδια σας, σμαράγδια στα σβερκά σας κι όλα τα πλούτη των λογισμών παντοτινά δικά σας. Τούτος εδώ ο ανάξιος παρεπίδημος να σας προσβάλλει δεν θα τολμούσε. Είστε καλοί κι άγιοι π’ ανοίξατε πο

Τεχνικές Αναπνοής

Κοίτα, σε τούτο εδώ το λιθάρι που χορεύει στο έρεβος για χιλιετηρίδες δεν είσαι μόνος. Δεν μπορείς να ‘σαι μόνος. Ακόμα κι αν μέσα στην απελπισία σου κάποιες φορές το εύχεσαι ψιθυριστά. Υπάρχουν τριγύρω σου δισεκατομμύρια ζευγάρια πνευμόνια που φουσκώνουν μ’ ανάσες πύρινες . Κι ας μην τα βλέπεις, όσο τσούζουν τα μάτια απ’ τα δάκρυα του πένθους σου. Κι ας μην τ’ ακούς, όσο βουλώνουν τ’ αυτιά απ’ τα βάθη της πτώσης σου. Πάντα ανάμεσά τους θα ‘σαι και θα νιώθεις τον παλμό τους. Την έντασή τους και την κάψα τους. Θα συνεχίσουν να πάλλονται είτε το θέλεις, είτε όχι.  Εδώ που βρέθηκες, αλλιώς δε γίνεται. Είναι γραμμένο στο ιερό βιβλίο των απαράβατων νόμων της ύπαρξης. Κι η γνώση αυτή κυλάει αυθόρμητα στις φλέβες. Να φέρει εξάψεις παρακινητικές και πόνους ολέθριους να γλυκάνει. Δεν είσαι αλλιώτικος. Όχι ολότελα. Αν εκπαιδεύτηκες στη σύγκριση, εκ προοιμίου τ’ αποτέλεσμα γνωρίζεις. Δεν είσαι μονάδα. Είμαστε όλοι. Αν έμαθες να μετράς, το ξέρεις ήδη. Στο πιο ψηλό βουνό. Στο πιο σκοτεινό δωμάτιο.

Γυμνό Ελάχιστο

Mην κουράζεσαι. Ικμάδα δύναμης μη χαρίζεις. Ούτε για αυτούς που τις γραμμές της επάρκειας όρισαν πριν από εσένα, σε εποχές άλλες του αλλόκοτου ονείρου. Ούτε γι’ αυτούς που δίπλα σου πορεύονται αργά, κουβαλώντας το βαρύ φορτίο της ασυνέπειας σε διαδρομές ασύζευκτες. Ούτε για αυτούς που ύστερα θα σηκωθούν να περπατήσουν με σβελτάδα, έχοντας την απαίτηση, προνόμιο θείο επικαλούμενοι , τίποτα ποτέ να μη σηκώσουν. Στάσου καταμεσής στις στρατευμένες σκιές της ιστορίας, φτύσε στα πόδια τους και πες: “Δεν ξοδεύω τον εαυτό μου για τα μούτρα σας”. Δεν φτάνεις. Δεν είσαι αρκετός. Κανείς αρκετός δεν φτιάχτηκε. Κι ούτε ποτέ μέλλει να φτιαχτεί.  Πήγαινε. Εδώ. Εκεί. Αλλού. Ελαφρύς κι αδρομολόγητος. Πίσω ίχνη μην αφήσεις. Κι ας λιώνουν τα πόδια σαν κερί παρακλητικό σε κάθε πάτημα στο αχάριστο τοπίο. Διέσχισε αμέριμνος φλογισμένα λιθάρια κι αστραποβολημένα χόρτα. Μα ούτε ένα βότσαλο πάνω σ’ άλλο μην απιθώσεις. Αλλιώς θα σε βρουν και θα σε χρεώσουν. Όλα όσα εκείνοι δεν μπόρεσαν να κάνουν. Όλα όσα θέλουν

Έλα Όπως Είσαι

Ό,τι μερεύει ανήσυχη ματιά καταρχήν καλοδεχούμενο. Κι ό,τι πνοή δροσιάς χαρίζει σε έμπυρα πνευμόνια ας κοπιάσει ανεπιφύλακτα. Δίχως να προσυπογράψει ρήτρες δρακόντειες με γράμματα ψιλά ή σε πιστοποιημένες εξετάσεις πολιτογράφησης να επιτύχει μετά φρονίμου γνώσης. Μήτε απαιτείται ένδειξη αυστηρή του κατεπείγοντος να φέρει εμφανώς κι απαραλείπτως. Ούτως ειπείν, η ανοιχτή πρόσκληση τούτη δεν νοείται μέριμνα ειδική, εφαρμοστέα κατ’ εξαίρεση σε σπάνιες περιπτώσεις, όπου συνθήκες τινές επιτρέπουν ανέξοδη προσηγορική φιλευσπλαχνία. Ισχύει πάντα. Στο ακέραιο. Ακόμα κι αν έχει παρέλθει από απροσδιορίστου η επίπονη δυσκαμψία ένεκα της ανοσιουργού απειλής με την οποία μπολιάζουν άδρεπτα κορμιά ο τάραχος και το θέρμος.  Τα γράδα σου ν’ αντικαταστήσεις εκ προοιμίου με άλλα μη σκεφτείς. Ίσως, αν το ‘κανες, να ‘χες λιγότερες πιθανότητες να θίξεις εξευγενιστικές ευαισθησίες. Μα θα ‘ταν τότε οι ρακές αγνώριστες, πικρόπιοτες. Δεν είναι μερακλίδικο να ‘χεις δικές σου νταμιτζάνες στο κελάρι κι από αδιαβά

Προσπέραση

Ίδιος ο δρόμος . Μακρύς. Τον ορίζονται αγγίζει. Οι δρασκελιές όχι. Κάποιοι τραβούνε μπροστά. Άλλοι πάλι μένουν ξοπίσω. Βιάζονται ίσως. Έχουν δουλειές. Πρέπει να βρουν το κουράγιο να συνεχίσουν το περπάτημα. Ή τον χρόνο τους παίρνουν ν’ ανασάνει η ψυχή τους το πράσινο. Και το χρυσάφι. Στο στάχυ σκαρφαλώνει μια τόση δα πασχαλίτσα. Πέτα, πασχαλίτσα, να μας φέρεις των κρυφών μας ευχών το απότοκο. Χορεύουν οι μίσχοι. Δειλά να μην ενοχλήσουν τους διαβάτες. Που ακούν μουσική, μα όχι πουλιά. Μασουλούν καλημέρες. Έχουν δεμένο το γόνατο. Κοιτούν το γαλάζιο με περιέργεια. Αυτά είναι σύννεφα. Είναι αυτά σύννεφα; Οι σκύλοι γαβγίζουν. Παιχνιδιάρικα. Θυμωμένα.  Σ’ αυτή τη στράτα περιδιαβαίνω κι εγώ. Είναι πρωί ακόμα κι έχει δροσιά. Ακούω βήματα ξοπίσω μου σβέλτα που ζυγώνουν ολοένα. Δεν θ’ αργήσουν να αριβάρουν στο κατά πόδας. Μα τον ρυθμό μου, αλήθεια, εύκολα δεν τον αλλάζω. Το κούρντισμα του καθενός διαφέρει, κατ’ αρχήν ή επί προφάσει. Κατά πως πλάθει ο νους και στέργει η καρδιά . Κι αυτό ορίζει με

Τι Δεν Κατάλαβες;

Με ρωτάει γιατί πρέπει να αγχώνεται για νούμερα . Γιατί δεν μπορούν απλά να του πουν τι κάνει λάθος; Ή τι καλά. Και το καλά το βάζει μέσα. Διακρίσεις δεν κάνει. Θα ‘ταν καλύτερα, θα ‘ταν καλύτερος, αν δεν ήταν ήδη σφιγμένο το κεφάλι του από τον φόβο πως όσα κάνει δεν είναι αρκετά και γι’ αυτό θα του φωνάξουν. Δεν του αρέσουν οι φωνές. Γιατί μια λέξη πρέπει να ‘ναι αυτή και όχι άλλη; Γιατί πρέπει το αποτέλεσμα να δείξει με διάγραμμα κι οι πράξεις του -που ‘ταν πολλές- δεν φτάνουν; Γιατί δεν τον ρωτούν για τα υπόλοιπα που ξέρει; Μου λέει λίγες χαρές έχει η ζωή, λειψές και σκόρπιες. Και πως τ’ ανάμεσα -ναι μεν τ’ αντέχει- μα σίγουρα θα προτιμούσε να τα προσπεράσει αν του δινόταν ευκαιρία τον χρόνο να ελέγχει. Παρατήρησα πως, αν εύχεται οι μέρες να περνάνε, φεύγει η ζωή και χάνεται γιατί ο ίδιος επιλέγει να τη σπάσει σε κομμάτια και να κρατήσει μονάχα όσα γυαλίζουν. Αντιγύρισε φεύγει η ζωή και χάνεται ούτως ή άλλως. Τον ρώτησα νιχιλιστής αν είναι. Με ρώτησε βέβαια τι είναι αυτό. Του κάνω,

Ο Νυχτοφύλακας

Φάγαν τα δόντια οι τροχοί απάνω στα γυρίσματα. Και του καντηλιού σου η κάπνα μαύρισε τα εικονίσματα. Δεν το ‘χεις, λέει, τίποτα να τριγυρνάς στη χάση και τα γαλήνια πρόσωπα να τα ‘χεις πια ξεχάσει. Τρίζουν τ’ αταίριαστα καρέ, τρίζει και το φυτίλι. Κι αν δεν γυρίσεις άλατος θαρρείς θα μείνεις στήλη. Μα κάθε βόλτα και καημός, κάθε στροφή και τραύμα και δεν θωρείς πια τις μορφές πρέσβειρες για το θαύμα. Αχ σου σώθηκε το λάδι πριν διανύσουμε το βράδυ κι η φωτίτσα γέρνει. Κρούει το μέταλλο στη στρέψη, που στ’ ορθό για να επιστρέψει, φρικτή η στριγκλιά που σέρνει.  Σκιές γελούν σαρδόνια και παίρνουν να ψηλώνουν. Στης μηχανής σου τα ρελέ γαμψά τα νύχια απλώνουν. Θέλουν να τη σφίξουν για να στροφάρει κι άλλο με βρυχηθμό μεγάλο. Θέλουν να την κόψουν για να ελαφρύνει, πέρα απ’ τις ασφάλειες, ενέργεια να δίνει. Μην ψάχνεις την ανάπαυλα για τις επισκευές σου, δεν ήταν στις προθέσεις τους να τις δεις ποτέ σου. Στην τελευταία γύρα της και στη σβησμένη στάχτη, ποντάρουν να τζουρνέψουνε του χρόνου σ