Σκιές γελούν σαρδόνια και παίρνουν να ψηλώνουν. Στης μηχανής σου τα ρελέ γαμψά τα νύχια απλώνουν. Θέλουν να τη σφίξουν για να στροφάρει κι άλλο με βρυχηθμό μεγάλο. Θέλουν να την κόψουν για να ελαφρύνει, πέρα απ’ τις ασφάλειες, ενέργεια να δίνει. Μην ψάχνεις την ανάπαυλα για τις επισκευές σου, δεν ήταν στις προθέσεις τους να τις δεις ποτέ σου. Στην τελευταία γύρα της και στη σβησμένη στάχτη, ποντάρουν να τζουρνέψουνε του χρόνου σου τ’ αδράχτι. Ήδη μαντραδόρο έχουνε φωνάξει σκάρτα παλιοσίδερα να έρθει να συνάξει. Δεν αμφιβάλλουν διόλου πως σ’ έχουνε στο χέρι, στημένο το παιχνίδι, όπως τις συμφέρει.
Δεν ωφελούν τ’ ανάθεμα και οι τριγμοί οδόντων. Ούτε και τα βαριά μνημόσυνα μελλούμενων πεσόντων. Μην τα κοιτάς που τρέμουν, χτυπιούνται και στραβώνουν. Μην τα ακούς που κλαίνε πως θέλουν να τελειώνουν. Των συστατικών σου εσύ ξέρεις το κράμα, κάτι θα έχει μείνει για να το κάνεις τάμα. Καθάρισε την κάπνα ώσπου να βρεις τα μάτια και με μια ανάσα σύναξε όλα σου τα κομμάτια. Κι αυτά που ξηλωθήκανε, πέσαν και ξεχαστήκαν. Κι αυτά που τραμπαλίζονται γιατί αρμογή δε βρήκαν. Κι όσα ορέγονται οι σκιές. Κι όσα το έσχατο φως βαπτίζει. Όλα μαζί, σμήνος ελεύθερων πουλιών, το έργο τώρα αρχίζει.
Να που η άσβεστη φλόγα ακόμα ζει κι οι σκιές τα χάνουν. Φαλίρισε το κόλπο τους, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ψάχνουν γωνιές για να κρυφτούν, σχισμές για να τρυπώσουν, να βγουν πάλι αργότερα παράσταση να δώσουν. Μα τα πουλιά πετούν παντού και δεν τους δίνουν χώρο. Ακάματα και αφειδή σκορπούν το φωτεινό τους δώρο. Έχουν φτερά που λάμπουνε και ράμφη που γυαλίζουν. Σημεία εμφανίζονται έτσι πως πεταρίζουν. Η μηχανή σου έγιανε κι οι εικόνες χρυσαφένιες. Διώξε λοιπόν, μια και καλή, τις πονεμένες έννοιες. Ωστόσο, πριν τρανός το παίξεις μάστορας και νικητής, λάδι αποθήκευσε για νυχτέρια που θα έρθουν εφεξής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου