Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2013

Κυνηγώντας Πεταλούδες

Άνοιξε μια θάλασσα φτερά διάπλατα σαν βιβλίο που αδημονείς να διαβάσεις. Μάτια με κοίταξαν, σαγηνευτικά και μεγάλα. Ανάμεσα στα χρώματα, εκείνα θαρρείς μαύρες τρύπες έτοιμες να καταπιούν αστέρια. Θαύμασα. Το λουλούδι είχε υποκλιθεί ελαφρά στον ερχομό της. Ντράπηκα που δεν έδειξα ανάλογη ευγένεια. Ο απόκληρος επαναστάτης μέσα μου εξεγέρθηκε: “Σε κανέναν δεν σκύβεις!” Του ‘δωσα μια σφιγμένη γροθιά να υψώσει, ν’ απασχολείται, να μην ενοχλεί. Ώρες διάβαζα –χωρίς να καταλαβαίνω πολλά. Σε κάθε επόμενη σελίδα , τα ίδια μάτια. Ίδια; Όχι. Να κάπως… Πώς να το πω; Κάπως πιο πρόθυμα. Κάπως πιο απόλυτα. Τώρα γλυκά. Τώρα φλόγινα. Τώρα μου τα πήρε. Το λουλούδι υποκλίθηκε πάλι με χάρη. Δουλοπρέπειες, είπα ψιθυριστά μην με ακούσει ο άλλος και ξεχάσει τις κόκκινες παντιέρες που υψώνονταν κάπου στον ορίζοντα. Αχ, ο ορίζοντας! Μια γραμμή χαραγμένη, ποιός ξέρει από ποιό καλοπελεκημένο μολύβι, που έχει το θράσος να λέει: “Εδώ τελειώνει η γη. Εδώ αρχίζει ο ουρανός!” Κάτσε, ρε συ. Εγώ γουστάρω τα πράσινα με

Υπερχείλιση

Οι τοίχοι ένα γύρω με συνθλίβουν. Μα σ’ ανοίξω την πόρτα να γλυτώσω, λίγο αέρα να ρουφήξω, ορμώμενος από πρωτόγονο ανακλαστικό επιβίωσης, βρίσκω το έξω άναρχα απέραντο και πολύβουο. Με τρομάζει και σύγκορμος τρέμω. Τα γόνατα λύνονται κι ένας πικρός κόμπος δένει τον λαιμό. Κανένας Μεγαλέξανδρος δεν θα τον κόψει. Βάρβαρες είναι γραφτό να μείνουν οι Μικρασίες. Οι νευρώνες σαλπίζουν άτακτη οπισθοχώρηση. Πίσω στο γνώριμο, στο ασφαλές. Πού είναι; Πες μου και θα τρέξω μ’ όση δύναμη έχει απομείνει στους αγύμναστους, ατροφικούς μου μύες. Κάποτε ήξερα να φτιάχνω κόσμους και να ‘μαι άρχοντας, μα μ’ έπεισαν πως οι κλίμακες μετράνε. Κάποτε αρκούσε ένα χτύπημα του αντίχειρα και του μέσου. Ήταν όλα εύκολα, απλά, αβίαστα, πηγαία. Είχα το χάρισμα. Ναι, που να με πάρει το είχα. Με γέλασαν όμως να το αφήσω –όπως αφήνεις ένα παλτό στην γκαρνταρόμπα. Δεν αποδείχτηκα ιδιαίτερα ευφυής  που τους εμπιστεύτηκα. Γιατί να μου το κάνουν αυτό; Πώς ωφελήθηκαν; Ήταν δικό μου. Σήμαινε τόσα. Σήμαινε εμένα. Χωρίς αυτό

Μην Κοιμηθείς!

Αυτό είναι το πρόσταγμα όταν το όνειρο σπάει τα προαιώνια δεσμά στο σπήλαιο Μακάρι και ορμά παθιασμένο, φωτοβόλο στην αντίπερα όχθη, πέρα από το στεγνωμένο ποτάμι της συνείδησης, στην έρημη πεδιάδα του Πρέπει, που κάποιοι περιηγητές -κάτι αιώνες αγωνίας πριν- σκαρφίστηκαν να ονομάσουνε Ζωή και γέλασαν σαρδόνια. Είναι πολεμική κραυγή, αλήθεια! Επιβλητικά φρικτή να σου λύνει τα γόνατα. Εγώ δε θέλω να την ακούω. Έχω να λύσω τόσα που τα γόνατα μάλλον είναι το τελευταίο. Φέρνω τις παλάμες στ’ αυτιά και σιγομουρμουρίζω ένα σκοπό. Σκοπό; Πότε βρήκα εγώ σκοπό να σιγομουρμουρίζω; Δεν είχα σκοπό εγώ πριν. Ακούγεται πάλι. Θηριώδες. Αναπόφευκτο. “Μη χάσεις τη στιγμή. Χάσου στη στιγμή. Σπάσε την κλεψύδρα και κάνε τα θρύψαλα μενταγιόν –αν θέλεις να ζήσεις”. Έτσι μου είπε και χάθηκε γοργοπόδαρη μέσα σε δάσος από χασμουρητά. Παγανιστικό μ’ ακούστηκε. Κι αυτή; Τι ήταν αυτή; Πρωθιέρεια σε κάποιο ξένο ναό. Είμαι πιστός της συνήθειας εγώ. Αν νομίζει πως θα με προσηλυτίσει τόσο εύκολα γελιέται. Ακούς εκ