Άνοιξε μια θάλασσα φτερά διάπλατα σαν βιβλίο που αδημονείς να διαβάσεις. Μάτια με κοίταξαν, σαγηνευτικά και μεγάλα. Ανάμεσα στα χρώματα, εκείνα θαρρείς μαύρες τρύπες έτοιμες να καταπιούν αστέρια. Θαύμασα. Το λουλούδι είχε υποκλιθεί ελαφρά στον ερχομό της. Ντράπηκα που δεν έδειξα ανάλογη ευγένεια. Ο απόκληρος επαναστάτης μέσα μου εξεγέρθηκε: “Σε κανέναν δεν σκύβεις!” Του ‘δωσα μια σφιγμένη γροθιά να υψώσει, ν’ απασχολείται, να μην ενοχλεί. Ώρες διάβαζα –χωρίς να καταλαβαίνω πολλά. Σε κάθε επόμενη σελίδα , τα ίδια μάτια. Ίδια; Όχι. Να κάπως… Πώς να το πω; Κάπως πιο πρόθυμα. Κάπως πιο απόλυτα. Τώρα γλυκά. Τώρα φλόγινα. Τώρα μου τα πήρε. Το λουλούδι υποκλίθηκε πάλι με χάρη. Δουλοπρέπειες, είπα ψιθυριστά μην με ακούσει ο άλλος και ξεχάσει τις κόκκινες παντιέρες που υψώνονταν κάπου στον ορίζοντα. Αχ, ο ορίζοντας! Μια γραμμή χαραγμένη, ποιός ξέρει από ποιό καλοπελεκημένο μολύβι, που έχει το θράσος να λέει: “Εδώ τελειώνει η γη. Εδώ αρχίζει ο ουρανός!” Κάτσε, ρε συ. Εγώ γουστάρω τα πράσινα με