Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Υπερχείλιση

Οι τοίχοι ένα γύρω με συνθλίβουν. Μα σ’ ανοίξω την πόρτα να γλυτώσω, λίγο αέρα να ρουφήξω, ορμώμενος από πρωτόγονο ανακλαστικό επιβίωσης, βρίσκω το έξω άναρχα απέραντο και πολύβουο. Με τρομάζει και σύγκορμος τρέμω. Τα γόνατα λύνονται κι ένας πικρός κόμπος δένει τον λαιμό. Κανένας Μεγαλέξανδρος δεν θα τον κόψει. Βάρβαρες είναι γραφτό να μείνουν οι Μικρασίες. Οι νευρώνες σαλπίζουν άτακτη οπισθοχώρηση. Πίσω στο γνώριμο, στο ασφαλές. Πού είναι; Πες μου και θα τρέξω μ’ όση δύναμη έχει απομείνει στους αγύμναστους, ατροφικούς μου μύες. Κάποτε ήξερα να φτιάχνω κόσμους και να ‘μαι άρχοντας, μα μ’ έπεισαν πως οι κλίμακες μετράνε.

Κάποτε αρκούσε ένα χτύπημα του αντίχειρα και του μέσου. Ήταν όλα εύκολα, απλά, αβίαστα, πηγαία. Είχα το χάρισμα. Ναι, που να με πάρει το είχα. Με γέλασαν όμως να το αφήσω –όπως αφήνεις ένα παλτό στην γκαρνταρόμπα. Δεν αποδείχτηκα ιδιαίτερα ευφυής  που τους εμπιστεύτηκα. Γιατί να μου το κάνουν αυτό; Πώς ωφελήθηκαν; Ήταν δικό μου. Σήμαινε τόσα. Σήμαινε εμένα. Χωρίς αυτό δεν με γνωρίζω κι αρχίζει να με αρνείται και το μικρό κομμάτι του εαυτού μου που μπόρεσα να περισώσω. Εξέλιξη δαρβινική, προσαρμογή στο περιβάλλον κι επιβίωση του καταλληλότερου. Κι είν’ τούτο το μικρό ολομόναχο κομμάτι καταλληλότερο, την τύχη μου;

Όλα τα μισογεμάτα ποτήρια της ζωής μου, αφού άξαφνα παραγέμισαν και ξεχείλισαν, έχουνε απομείνει μισοάδεια. Κι είναι πιο άσχημη η θέα μέσα μονάχα απ’ το γυαλί. Μικραίνει κι απομακρύνεται το αλλοτινό πανόραμα. Καλύτερα, λες, τάχα για να με πείσεις να νιώσω κάπως καλύτερα. Εξάλλου, εκείνο ήταν στρεβλό. Ρουθουνίζω με άρνηση. Εκείνο ήταν το δικό μου. Αυτό είναι οδυνηρά ξένο και στυφό. Θέλω να ουρλιάξω, μα δεν έχω φωνή. Την έχασα κάπου στην υπερχείλιση. Κρίμα, μου άρεσε. Την έβρισκα ιδιαίτερη. Όχι για όλους, όχι πάντα, μα εμένα μου άρεσε. Αναρωτιέμαι τι άλλο παρασύρθηκε μακριά και ίσως ποτέ δεν θα το ματαδώ.

Ασθμαίνω κι ένας ξερός λαιμός απεγνωσμένος ψάχνει μια στάλα ανάσα. Μα είναι και πεισματάρης, περήφανος. Δεν θέλει ελεημοσύνες. Σ’ άλλη περίπτωση θα τον αντάλλαζα με κάποιον πιο καταδεχτικό, μα πια θαρρείς άδικος κόπος. Σκοτοδίνη. Ορθοστατική υπόταση ήταν άλλοτε η διάγνωση. Μα τώρα δεν στέκομαι. Δεν έχω τη δύναμη. Όχι αυτή τη στιγμή. Όχι αυτή που γνώριζα. Υπόσχομαι όμως –αν με πιστεύεις- να βρω καινούργια. Γιατί δεν χωράω στον κόσμο σου, να πάρει; Δεν τον καταλαβαίνω, αλλά αφού είσαι εσύ εκεί μου φτάνει. Μην πας μακριά να σε φτάνω. Ή τουλάχιστον να μπορώ να πιστεύω πως έχω την ευκαιρία να προσπαθήσω.

Σχόλια