Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Ποτήριον Τούτο

Πιοτί πικρό το πείσμα. Και δεν τα μπορώ καθόλου τα πικρά! Γι’ αυτό κι όποτε με προκαλούνε να το πιω, στύβω στα κρυφά και λίγο εγωισμό μέσα. Όχι πως γίνεται καλύτερο, απλά ξεγελιέμαι και το καταπίνω. Αψύ, καυστικό, μ’ ανακατεύει. Αυτοστιγμεί το χιλιομετανιώνω. Όμως δεν πρέπει να τ’ αφήσω να φανεί, αλλιώς άδικος κόπος. Και το στοίχημα θα χάσω και θα με πούνε ξενέρωτο. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς υπάρχουν άνθρωποι που το αντέχουν. Σαν αδειάσει το ποτήρι, με κοιτάει ο άλλος μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο να σχηματίζεται, αιχμηρό, αυτάρεσκο. Γέρνει πάνω από την μπάρα: “Δυο απ’ το ίδιο”.

Ιδρώτας κρύος στη ράχη κι οι κρόταφοι βουίζουν. Κάνω να τους ανακουφίσω με τ’ ακροδάχτυλα. Το βλέπει, σηκώνει το φρύδι, το σκέφτεται κάπως: “Διπλά”, διορθώνει την παραγγελία. Ταυτόχρονα σηκώνεται όρθιος, συμμαζεύει το παντελόνι, ρουθουνίζει μια-δυο κι ανακοινώνει πως επιστρέφει. Τον παρακολουθώ που, διασχίζοντας το πλήθος, κατευθύνεται στις τουαλέτες. “Γιατί;” ψελλίζω και εκπνέω παρατεταμένα, να αδειάσω τα πνευμόνια από αέρα θαρρείς τοξικό. “Φιλαράκι, έχεις φωτιά;” ρωτά ένας θαμώνας που ούτε κατάλαβα πότε βρέθηκε δίπλα μου. “Έχω, μα εκεί που είναι δεν σ’ ωφελεί” απαντώ. Με κοιτά απορημένος με βλέμμα άδειο. Κάτι πάει να πει, το μετανιώνει, γυρίζει επιτόπου κι απομακρύνεται τρεκλίζοντας. 

Δυο ολόιδια ποτήρια σπρώχνονται προς το μέρος μου. Πφφφ, τι μυρωδιά! “Άσπρο πάτο!” ακούγεται μια φωνή πίσω μου κι ένα γνώριμο χέρι με χτυπά ενθαρρυντικά στον ώμο. “Θες πάγο;” συλλαβίζει στα κλικ της μεταλλικής λαβίδας. Όχι δεν θέλω. Δεν θέλω να πιω. Ας χάσω το στοίχημα, λίγο με νοιάζει. M’ όλο το θάρρος που μάζευα ώρα, δίνω μια και γκρεμίζω τα άτιμα ποτήρια που πέφτουν στο πάτωμα και σπάνε. Έγινα χάλια, μα δεν γινόταν αλλιώς. “Θα το πληρώσεις ακριβά” μου κάνει, τάχα οργισμένος, και σκάει ένα ολάνθιστο χαμόγελο. “Ε, βέβαια τόσο που κοστίζει αυτό το πράμα που παρήγγειλες” αστειεύομαι αναθαρρεύοντας.

“Θραύση έκανα πάλι” αυτοφιλοφρονούμαι σκωπτικά, ενώ ψάχνω χαρτοπετσέτες να σκουπιστώ. “Δύο λεπτά ακόμη και θα λύγιζα εγώ” μου εξομολογείται με φανερή ανακούφιση. Του ανακατεύω τα μαλλιά. “Δεν πάμε στο ταβερνάκι παρακάτω να πιούμε καμιά καράφα άκρατη φιλία που είναι και γλυκόπιοτη;” προτείνω. “Αφού δε το αντέχεις το ποτό, ρε!” με πειράζει εκείνος. “Πας στοίχημα;” τον προκαλώ. Γελάμε. Γελάμε με την ψυχή μας. Έχουν μείνει πιτσιλιές στο ‘να μπατζάκι απ’ τα χυμένα ποτά. Ίσως βγουν με ένα-δυο πλυσίματα. Ίσως περισσότερα. Μα δεν με μέλλει. Απόψε είναι παράσημα. Η βραδιά δεν τελείωσε ακόμα. Θα πιούμε αντάμα να κάνουμε κεφάλι… ελπίζω όχι αρβανίτικο.

Σχόλια