Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σπασμένο Τζάμι

Οι ουδέτεροι παρατηρητές εκλιπαρούν για αποκλιμάκωση. Όλοι απεύχονται γενικευμένη σύρραξη. Δεν την αντέχει το σαλόνι! Διαμεσολαβητές απεργάζονται κάποια διπλωματική πρωτοβουλία. Μες στον αχό τα λόγια σκορπίζονται. Μες στην οργή τα ώτα κωφεύουν. Τα χείλη ανοιγοκλείνουν μάταια κάτω απ’ τη σκιά της υψωμένης γροθιάς. Δε μας ακούνε, πρέπει να πάμε πιο κοντά. Διστάζει εκείνος. Πρέπει! Αν όχι εμείς, ποιοι; “Θέλεις αλήθεια να μπούμε στη μέση;” ρωτάει με φωνή ασθενική, όλο ρήγματα. “Ποιος θέλησε ποτέ να είναι στη μέση;” απαντώ και κινώ μπροστά. Εκείνος δεν θα ‘ρθει. Δεν μπορεί να διαβεί το χείμαρρο τα δάκρυα. Τον αφήνω προς ώρας, έγνοιες άλλες πρωτεύουν.

Σημαία λευκή η φανέλα μου και κράνος γαλάζιο –σαν τον πρωινό ουρανό που υπόσχομαι εφεξής ν’ αγναντεύω- καλές προθέσεις. Δεν είναι άγνωστη η αποστολή, δυστυχώς. Άγνωστοι είναι οι εμπόλεμοι. Άγνωστοι γιατί για καιρό δε νοιάστηκαν να θυμηθούν την παλιά αμφικτιονία. Απομονώθηκαν για χάρη ενός εγω-πυρηνικού προγράμματος –για ειρηνικούς σκοπούς ισχυρίζονταν, χωρίς να πείθουν. Σαν άναψε το λοιπόν το φιτίλι, μια αντεκδίκηση για κυριαρχικά δικαιώματα επί της ανατροφής, φορτώθηκαν αμφότεροι όπλα που είχαν παραχώσει κάτω απ’ το μαξιλάρι. Θόρυβος. Φρικτός θόρυβος. Τρυπάει το είναι και το αφήνει αιμόφυρτο. Κι όμως μες στην κλαγγή πρέπει να μπω και να σταθώ στη μέση.

Δεν πρέπει ν’ αφήνεις τα μικρά να γίνονται μεγάλα. Το πάθαμε εδώ και πονάει. “Σε μισό …”, έτσι ξεκίνησε, δηλαδή όχι τώρα. Θέλω να πιστεύω πως ακόμη δεν φτάσαμε στο τέρμα, το ωμέγα. Πρέπει να το πιστεύω για να ‘χω δύναμη να στέκομαι στη μέση. Δύσκολο. Δεν παίζει να υπάρχει χειρότερη θέση σ’ ολόκληρο το σύμπαν ή τις παράλληλες διαστάσεις. Εκεί στο τραπεζάκι, ανάμεσα στην πολυθρόνα και τον καναπέ. Θλίψη, απέραντη σαν το χαλί στο πάτωμα –πάντα μου φαίνονταν τεράστιο ετούτο το χαλί. Κι ασήκωτο, η πλάτη μου το ξέρει. Θλίβομαι, αλλά είμαι μόνος. Αν ήμουν με άλλους, θα συνθλιβόμουν.

Μια οβίδα εκρήγνυται πλάι μου. Είναι η γροθιά που κατέβηκε με βαναυσότητα στο τραπεζάκι. Θεός σχωρέστο το φλιτζάνι. Ήταν άξιο και με χρυσό φινίρισμα, δώρο για τότε που συνώμωσαν συμβίωση. Από ένστικτο ακολουθώ το στρατό που υποχωρεί μετά το χτύπημα. Μα σταματώ απότομα σαν ανατινάζει τη γέφυρα πίσω του, κλείνοντας με πάταγο την εξώπορτα της κουζίνας. Το ωστικό κύμα με πετάει σε μια καρέκλα. Θα μπορούσες να μου πεις διάφορα για να με πείσεις να σηκωθώ από εκεί. Χωρίς παρεξήγηση, δεν θα σ’ ακούσω. Βαριακούω κιόλας από χθες. Εξάλλου εσύ, ελπίζω, δεν χρειάστηκε να δεις ανατολή μέσ’ από σπασμένο τζάμι!

Σχόλια