Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2013

Κάπου Κάζουαλ

Δεν παίζεται το παιχνίδι όπως το έμαθες. Το διαπιστώνεις μετρώντας τα μάτια που ακόμη ψάχνουν. Πέντε και κάτι ψιλά. Καφές και εισιτήρια. Κράτα τα ρέστα! Θα κατέβω κι απόψε κι ας πήρε να ψυχραίνει –άλλες ψύχρες δεν αντέχονται. Το άκουσα εξάλλου στη φωνή σου στο τηλέφωνο πως συννεφιάζει και ίσως να βρέξει. Δεν έχω ομπρέλα. Τι να την κάνω; Δεν βρέχει ακόμη εδώ. Σε κάθε περίπτωση από ζάχαρη δεν είμαι –από τι είμαι αλήθεια, είναι μεγάλη κουβέντα. Κουβέντα που θα υποδυθούμε πως κάνουμε μέχρι που η ανάγκη να ρίξουμε τα ζάρια για να μην ακούμε τις σκέψεις μας θα υπερισχύσει. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το μέρος. Έχει προκαθοριστεί από κάποια ακατανόητη αλγεβρική συνάρτηση -συνήθεια ίσως την αποκαλούσαν κάποιοι υπεραπλουστεύοντας- και μένει πάγιο. Όπως τα έξοδα που κάνουν τα βήματα στη βροχή ν’ αντηχούν μολύβδινα. Χαϊδεύεις το μούσι σκεπτικός. Ακολουθώ παρομοίως. Η κίνηση, νωχελικό χασμουρητό, αναπαράγεται απ’ αρκετούς γενειοφόρους θαμώνες . Μα καλά, πότε μεγάλωσε το μούσι; Έχω την αίσθηση πως

Καρδιά μου, Έφτιαξα Γλυκό!

Ας πούμε πως έχεις ένα κεφάλι γεμάτο γλυκούς ανεμοστρόβιλους –ξέρεις απ’ αυτούς που βουρβουρίζουν μελωδικά και κάνουν όλα όσα με κόπο είχες συγυρίσει χρόνια υπέροχα άνω-κάτω. Έχεις λοιπόν τέτοιους στο κεφάλι σου. Πολλούς! Τι στον άνεμο τους κάνεις; Γιατί όπως και να το δεις, δεν είναι κατάσταση αυτή. Εννοώ πως το κεφάλι είναι ένα πολύ σημαντικό μέρος για να επιτρέπεις αναστατώσεις. Τι να το κάνεις το κεφάλι αν δεν μπορείς να βρεις έστω τα βασικά όταν τα θέλεις και πρέπει να κυνηγάς πνοές με την ελπίδα πως συμπαρασύρουν αυτό που ψάχνεις; Αν ψάχνεις όντως και δεν ακολουθείς απλώς μποέμικα αέρηδες. Πρώτη δουλειά, φαντάζομαι, είναι να τους δώσεις ονόματα. Δεν είμαι βέβαιος γιατί, αλλά έχω την εντύπωση πως έτσι γίνεται ευκολότερο να τους αντιμετωπίσεις. Ή να τους καλέσεις για τσάι, όποιο απ’ τα δυο σου κάνει κέφι. Και για να δεις πως δεν λέω ανακρίβειες, σκέψου, ήπιες ποτέ τσάι ή έπαιξες μπουνιές με οποιονδήποτε που δεν είχε όνομα; Ναι, κι εκείνος ο ωραίος απ’ το λεωφορείο που σε ρώτησε χ

Το Κοχυλάκι

Στο πορτοφόλι μου, κάπου ανάμεσα στα κέρματα που κρατάω για τα εισιτήρια του λεωφορείου και άλλα μικροέξοδα , υπάρχει κάτι παράταιρο: ένα κοχυλάκι. Ένα κοχυλάκι τόσο δα που σχεδόν φοβάμαι να το κρατήσω μη μου φύγει από τα χέρια και το χάσω. Αυτό θα ήταν φοβερό και δε θα το άντεχα. Το ανακαλύπτω κάθε φορά που ξεκουμπώνω τη θήκη να κρύβεται, θαρρείς φοβισμένο, κάτω απ’ το μεταλλικό κουδούνισμα. Κάθε φορά ο ίδιος ενθουσιασμός με συνεπαίρνει. Ένας ενθουσιασμός υβριδικός, που μπλέκει το δέος της πρωτόγνωρης εμπειρίας με την ανακούφιση επιβεβαίωσης του οικείου. Άραγε εσύ τι παρόμοιο κρατάς μαζί με τα ψιλά σου;  Δε συνηθίζω να φυλάω πράματα στο πορτοφόλι εσκεμμένα. Ό,τι παραμένει εκεί για καιρό απλά έχει ξεχαστεί, γλιστρώντας ανεπαίσθητα στα σχίσματα για τις κάρτες, παραχωμένο σε κάποια θήκη που χρησιμοποιώ σπάνια. Όπως ένα ακυρωμένο εισιτήριο για διαδρομές που πάνε μήνες που έκανα ή μια απόδειξη από περίπτερο για μπισκότα που ούτε θυμάμαι πότε είχα φάει. Ναι, δεν είμαι κι ο πιο νοικοκύρης

Καληνύχτα

Κοιτάξαμε αρκετούς νυχτερινούς ουρανούς μαζί, μα πολύ αργότερα έμαθα πως σ’ αρέσουν τ’ αστέρια. Τώρα που το σκέφτομαι φαίνεται απολύτως λογικό και εκνευρίζομαι λιγάκι με τον εαυτό μου που δεν το είχα καταλάβει εγκαίρως. Είναι άβολο ν’ ανακαλύπτεις πράγματα που αγνοούσες σχετικά με τους ανθρώπους που έχεις κοντά σου, οι ενδείξεις για τα οποία ήταν συνεχώς εκεί, ενοχλητικά κάτω απ’ τη μύτη σου. Νιώθεις αφελής κι αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι αν υπάρχουν κι άλλα παρόμοια που μπορεί να έχεις παραβλέψει. Αν δεν το προσέξεις, κινδυνεύεις σύντομα να χάσεις τον έλεγχο και να καταλήξεις να αμφισβητείς πως όντως τους γνώρισες ποτέ πραγματικά. Αχ, να το ‘ξερα νωρίτερα! Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει στο πλανητάριο. Θα μπορούσαμε να έχουμε διαβάσει για το διάστημα –ψέματα, αυτό το κάναμε, αλλά ούτε τότε κατάλαβα, μα τι χαζός. Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να πω είναι πως υπήρχαν προοπτικές που ‘μείναν ανεκμετάλλευτες. Ξέρω το να μιλώ για ανεκμετάλλευτες προοπτικές δεν είναι προς όφελός μου. Καταχωρίζοντα

Μετά την Τελευταία Σελίδα

Τρέχουν εικόνες. Θολές, θρυμματισμένες. Χρωματιστές σκιές πλησιάζουν με χείλη που ανοιγοκλείνουν μα ήχο δεν βγάνουν. Τρομάζεις κι όπως είσαι πεσμένος κατάχαμα φέρνεις ενστικτωδώς τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι που βουίζει φρικτά. Σφαλίζεις τα μάτια σφιχτά με αδιάρρηκτο λουκέτο την πεποίθηση πως ονειρεύεσαι. Περνάνε κάποια λεπτά. Κοιτάς ανασφαλής απ’ τη χαραμάδα των βλεφάρων: τα χείλη ακόμη εκεί. Περνάνε κι άλλα λεπτά. Θυμάσαι την έκρηξη. Αυτό εξηγεί πολλά. Τώρα εμβοές. Τώρα ψίθυροι. Τώρα βαβούρα. Τώρα λόγια . Λόγια πολλά, μπερδεμένα κι ακόμη ακατάληπτα. Ανασηκώνεσαι, κάθεσαι οκλαδόν και κοιτάς τριγύρω μ’ ένα βλέμμα θλίψης κι απογοήτευσης που συλλαβίζει: “Δεν έπρεπε να είμαι εδώ!” Χειρονομείς ικετεύοντας για ησυχία. Όχληση για το κεφάλι λόγια που αδυνατεί να επεξεργαστεί . Αν τ’ αερικά που ξεφωνίζουν είναι φιλεύσπλαχνα θα συμμορφωθούν στην υπόδειξη. Όντως το κάνουν. Πρώτο σου μέλημα, αξιολόγηση της κατάστασης. Ανάθεμα, πολύπλοκο. Χρειάζεσαι κάτι ζωτικά απλούστερο. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Σε

Τελευταία Σελίδα

Για μέρες κοίταζα πιότερο τα φύλλα παρά τις αράδες. Λιγόστευαν τα αφιλότιμα επικίνδυνα κι ένας κόμπος δενότανε στο στομάχι μου τόσο περίτεχνος όσο τ’ αρχιγράμματα των κεφαλαίων. Ποτέ δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα τ’ αρχιγράμματα. Όχι καλλιτεχνικώς, όχι, εφόσον κάποια απ’ αυτά είναι σίγουρα μικρά αριστουργήματα. Μάλλον ιδεολογικώς. Δεν κατάλαβα ποτέ τι τόσο ιδιαίτερο έχει το πρώτο γράμμα ενός κεφαλαίου κι αξίζει ιδιαίτερης μεταχείρισης . Όμως είναι κι άλλα πράγματα που δεν κατάλαβα ποτέ τι τόσο ιδιαίτερο έχουν κι όμως είναι παράλληλα μικρά αριστουργήματα, οπότε δεν επιμένω –που δεν το συνηθίζω βέβαια αλλά ας όψεται, άλλα προέχουν κι αλλοίμονο όχι για πολύ.  Φαίνεται τα τυπογραφημένα στοιχεία, αν και το στοιχείο μου, δεν φωνασκούσαν αρκετά, όπως συνήθως, για να με κάνουν να ζαλιστώ μ’ εκείνη τη γλυκιά ζάλη που σ’ απαγάγει κι ύστερα σου φτιάχνει κόσμους να γεύεσαι και να δαγκώνεις τα χείλη. Δάγκωνα μεν τα χείλη, μα από ανησυχία κι εκείνο το φοβερό αίσθημα που έχεις όταν βρίσκεσαι σε άφωτο δω

Τάβλι στο Ίντερνετ

Είναι όμορφο να βρίσκεσαι πλάι στο όμορφο. Γι’ αυτό κι απόψε και κάθε βράδυ θα έρχομαι. Αυτό είναι δέσμευση. Απ’ αυτές που σκοπεύω να κρατήσω, γιατί δεν μπορώ να κρατήσω την ανάσα να φύγει ο λόξυγκας –που μάλλον ήρθε γιατί πάλι κατάπια τα λόγια απ’ αγωνία και έκσταση. Κι ούτε βέβαια τρομάζω πια. Το είδα ό,τι τρομακτικότερο ένα πρωί που σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι: ένα μονάχο σεντόνι. Θάμπωσαν τα γυαλιά στο κομοδίνο. Ευτυχώς δεν ράγισαν, αν και θα μπορούσαν. Όσα ραγίζουν δεν ξανακολλάνε, λένε. Όχι πως τους πιστεύω. Δεν πιστεύω πριν πάθω. Ούτε μετά, αν μου χαλάει τη θεωρία.  Μου χρωστάς ένα χαμόγελο κι ένα παιχνίδισμα των μαλλιών με τα δάχτυλα. Τα έταξες. Δεν με νοιάζει αν ισχυρίζεσαι πως εκμαίευσα την υπόσχεση με δόλιους τρόπους. Ας πρόσεχες. Σαν τώρα θυμάμαι εκείνο τον ψίθυρο. Διαμάντι που φύλαξα με εγκαρτέρηση. Όπως ξέρεις, έχω μνήμη μεγάλη. Σε φοβίζει, ισχυρίζεσαι, γιατί ό,τι δεν ξεθωριάζει, δεν ζει. Θαρρώ θες να πεις ό,τι ζει δεν ξεθωριάζει, αλλά μουτρώνεις άμα σε διορθώνω και δ

Ενδοτικός Οίκος

Λένε πως για να λογίζεσαι συγγραφέας πρέπει να εκδώσεις. Διαφωνώ. Αρκεί να ενδώσεις. Είναι μεγάλος πειρασμός η αποδέσμευση από την προγονική αλήθεια. Σ’ ανάθρεψε, λώρος ομφάλιος. Κάποια στιγμή ωστόσο δεν χωράς πια στην προαιώνια μήτρα του υπαρκτού και θες να βγεις να εισπνεύσεις ηδονικά το φαντάζομαι, ώσπου να κλάψεις. Να κοιτάξεις έπειτα με μάτια υγρά, φοβισμένα, της περιέργειας, τον φωτεινό περίβολο, να φτιάξεις πρόσωπα από σκιές και τόπους από ονείρατα. Γέννα το λέγαν στον κόσμο που άφησες και σημείωναν με πράξη ληξιαρχική το συμβάν. Εφόσον έγνεψες το πρώτο νήμα, καταμεσής σε αίμα και δάκρυ, το λένε αλλιώς: το λένε πένα. Αφού κόψεις ό,τι πίσω σε κρατούσε σαν λαιμό ύδρας λερναίας, καυτηριάσεις μετά με δαδί χαλκουργού και δέσεις τ’ απομεινάρι κόμπο στον αφαλό σου, θ’ ακούσεις επίμονα φτερουγίσματα. Μην είναι οι τρομερές Ερινύες που ξαμολήθηκαν στο κατόπι σου σαν λιμασμένα λαγωνικά να φέρουν πίσω τον δραπέτη; Μην είναι άγγελοι πονετικοί που σου δείχνουν την έξοδο απ’ τον κήπο, γιατί

Κυνηγώντας Πεταλούδες

Άνοιξε μια θάλασσα φτερά διάπλατα σαν βιβλίο που αδημονείς να διαβάσεις. Μάτια με κοίταξαν, σαγηνευτικά και μεγάλα. Ανάμεσα στα χρώματα, εκείνα θαρρείς μαύρες τρύπες έτοιμες να καταπιούν αστέρια. Θαύμασα. Το λουλούδι είχε υποκλιθεί ελαφρά στον ερχομό της. Ντράπηκα που δεν έδειξα ανάλογη ευγένεια. Ο απόκληρος επαναστάτης μέσα μου εξεγέρθηκε: “Σε κανέναν δεν σκύβεις!” Του ‘δωσα μια σφιγμένη γροθιά να υψώσει, ν’ απασχολείται, να μην ενοχλεί. Ώρες διάβαζα –χωρίς να καταλαβαίνω πολλά. Σε κάθε επόμενη σελίδα , τα ίδια μάτια. Ίδια; Όχι. Να κάπως… Πώς να το πω; Κάπως πιο πρόθυμα. Κάπως πιο απόλυτα. Τώρα γλυκά. Τώρα φλόγινα. Τώρα μου τα πήρε. Το λουλούδι υποκλίθηκε πάλι με χάρη. Δουλοπρέπειες, είπα ψιθυριστά μην με ακούσει ο άλλος και ξεχάσει τις κόκκινες παντιέρες που υψώνονταν κάπου στον ορίζοντα. Αχ, ο ορίζοντας! Μια γραμμή χαραγμένη, ποιός ξέρει από ποιό καλοπελεκημένο μολύβι, που έχει το θράσος να λέει: “Εδώ τελειώνει η γη. Εδώ αρχίζει ο ουρανός!” Κάτσε, ρε συ. Εγώ γουστάρω τα πράσινα με

Υπερχείλιση

Οι τοίχοι ένα γύρω με συνθλίβουν. Μα σ’ ανοίξω την πόρτα να γλυτώσω, λίγο αέρα να ρουφήξω, ορμώμενος από πρωτόγονο ανακλαστικό επιβίωσης, βρίσκω το έξω άναρχα απέραντο και πολύβουο. Με τρομάζει και σύγκορμος τρέμω. Τα γόνατα λύνονται κι ένας πικρός κόμπος δένει τον λαιμό. Κανένας Μεγαλέξανδρος δεν θα τον κόψει. Βάρβαρες είναι γραφτό να μείνουν οι Μικρασίες. Οι νευρώνες σαλπίζουν άτακτη οπισθοχώρηση. Πίσω στο γνώριμο, στο ασφαλές. Πού είναι; Πες μου και θα τρέξω μ’ όση δύναμη έχει απομείνει στους αγύμναστους, ατροφικούς μου μύες. Κάποτε ήξερα να φτιάχνω κόσμους και να ‘μαι άρχοντας, μα μ’ έπεισαν πως οι κλίμακες μετράνε. Κάποτε αρκούσε ένα χτύπημα του αντίχειρα και του μέσου. Ήταν όλα εύκολα, απλά, αβίαστα, πηγαία. Είχα το χάρισμα. Ναι, που να με πάρει το είχα. Με γέλασαν όμως να το αφήσω –όπως αφήνεις ένα παλτό στην γκαρνταρόμπα. Δεν αποδείχτηκα ιδιαίτερα ευφυής  που τους εμπιστεύτηκα. Γιατί να μου το κάνουν αυτό; Πώς ωφελήθηκαν; Ήταν δικό μου. Σήμαινε τόσα. Σήμαινε εμένα. Χωρίς αυτό

Μην Κοιμηθείς!

Αυτό είναι το πρόσταγμα όταν το όνειρο σπάει τα προαιώνια δεσμά στο σπήλαιο Μακάρι και ορμά παθιασμένο, φωτοβόλο στην αντίπερα όχθη, πέρα από το στεγνωμένο ποτάμι της συνείδησης, στην έρημη πεδιάδα του Πρέπει, που κάποιοι περιηγητές -κάτι αιώνες αγωνίας πριν- σκαρφίστηκαν να ονομάσουνε Ζωή και γέλασαν σαρδόνια. Είναι πολεμική κραυγή, αλήθεια! Επιβλητικά φρικτή να σου λύνει τα γόνατα. Εγώ δε θέλω να την ακούω. Έχω να λύσω τόσα που τα γόνατα μάλλον είναι το τελευταίο. Φέρνω τις παλάμες στ’ αυτιά και σιγομουρμουρίζω ένα σκοπό. Σκοπό; Πότε βρήκα εγώ σκοπό να σιγομουρμουρίζω; Δεν είχα σκοπό εγώ πριν. Ακούγεται πάλι. Θηριώδες. Αναπόφευκτο. “Μη χάσεις τη στιγμή. Χάσου στη στιγμή. Σπάσε την κλεψύδρα και κάνε τα θρύψαλα μενταγιόν –αν θέλεις να ζήσεις”. Έτσι μου είπε και χάθηκε γοργοπόδαρη μέσα σε δάσος από χασμουρητά. Παγανιστικό μ’ ακούστηκε. Κι αυτή; Τι ήταν αυτή; Πρωθιέρεια σε κάποιο ξένο ναό. Είμαι πιστός της συνήθειας εγώ. Αν νομίζει πως θα με προσηλυτίσει τόσο εύκολα γελιέται. Ακούς εκ

Σώνεται ο Κόσμος με τις Πυτζάμες;

Ξύπνησες, ένιψες το πρόσωπο κι όπως κάθε πρωί κίνησες να σώσεις τον κόσμο, έτσι με τις πυτζάμες. Δεν είναι εύκολη δουλειά, το παραδέχεσαι, μα κάποιος πρέπει να την κάνει. Δεν διαφωνώ επί της αρχής, αλλά γιατί, βρε αδερφέ, με τις πυτζάμες; Θα σε πείραζε τόσο να κάτσεις λιγουλάκι να φάμε πρωινό σαν άνθρωποι; Ξέρεις πως το πρωινό είναι το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας. Κι αφού ρίξεις μια κλεφτή ματιά στην εφημερίδα, να δεις στην τελική αν ο κόσμος εκεί έξω χρειάζεται ακόμη να σωθεί, βάζεις το σακάκι σου και φεύγεις κύριος. Μάλλον όχι, ε; Πάρε τουλάχιστον λίγες σταφίδες στη χούφτα. Χάνω τα λόγια μου μαζί, το ‘χω πάρει απόφαση. Αλλά, που να με πάρει, δεν σταματάω. Πες το παραξενιά - αν κι από κάποιον με τις δικές σου ενδυματολογικές προτιμήσεις θ’ ακουστεί αστείο. Αφού δεν σταματάς εσύ κι ας έχεις φάει τα μούτρα σου τόσες φορές, ούτε κι εγώ θα το κάνω. Είναι θέμα εγωισμού πλέον. Όλα κι όλα, μπορεί να είμαι πολλά πράγματα μα ασυνεπής στα πιστεύω μου όχι. Αδιαπραγμάτευτα . Θα επιμένω μέχ

Σύμπαντος Μικρές Συνωμοσίες

Έχει ποτέ συνωμοτήσει το σύμπαν για πάρτη σου; Όχι κατ’ ανάγκη για κάτι μεγάλο που ξεπερνά τα όρια του δυνατού, αλλά το οποίο σε κάθε περίπτωση φάνταζε απίθανο προτού μεσολαβήσει ένα ευτυχές απροσδόκητο. Μειδιάς, σε βλέπω. Το έχει κάνει, είμαι σίγουρος. Μα ως τώρα δεν το αναλογίστηκες. Όπως, μου φαίνεται, οι περισσότεροι. Κι αυτό επειδή είτε πιστεύουν πως δεν το αξίζουν, πως είναι μικροί κι απειροελάχιστοι για ν’ ασχοληθεί το σύμπαν μαζί τους, οπότε δεν ψάχνουν καν, είτε θεωρούν πως αν είναι να επέμβει θα το κάνει σε κοσμικές κλίμακες, οπότε αγνοούν τα καθημερινά περιμένοντας τα κατακλυσμιαία. Λάθος και λάθος. Για ‘μένα το ‘χει κάνει. Μια ανατροπή σαν μάτσο ανοιξιάτικα αγριολούλουδα ευωδίασε μια ειδάλλως τετριμμένη Δευτέρα. Έχοντας τελειώσει μάθημα στο Πανεπιστήμιο, στεκόμουν έξω απ’ την αίθουσα γνωρίζοντας πως όφειλα να επιστρέψω άμεσα στο χωριό για ιδιαίτερο, όταν μου τηλεφώνησε φίλη: “Έχει υπέροχο καιρό. Θα πάμε για περίπατο. Έλα.” Πολύ θα ήθελα, μα έπρεπε ν’ αρνηθώ. Έριξα μια π

Στις Τούνδρες του Από Πριν

Προτού αρχίσει έχει τελειώσει... Ο νους ο άτιμος διέτρεξε κιόλας τη διαδρομή. Ευστροφία τ’ ονομάζουν κάποιοι. Αμφιβάλλω. Όσο προτρέχεις εξορίζεις εαυτόν στις αχανείς παγωνιές ενός αβάσταχτου παρελθόντος. Έρχονται έγνοιες με τους αγέρες να γίνουν μικροί-μικροί, μα κοφτεροί σταλακτίτες στα χείλη. Η ανάσα που συντηρεί την ύπαρξη, καπνός σιβυλλικός, μυσταγωγεί το πεπερασμένο και υποθάλπει τον αρχέγονο φόβο του τέλους. Εδώ είναι όλα πάλλευκα. Αν είδες μια σπιθαμή, όλα τα είδες. Ανάθεμα αν ξέρεις που πέφτει ο Βορράς. Όχι πως θέλεις να τραβήξεις κατά ‘κει. Όχι πως θέλεις να κάνεις ρούπι. Όπου κι αν είναι για να πας, θα φτάσεις κάποτε. Ύστερα; Σκοτεινιάζει. Ή πάντα σκοτάδι είχε; Οι πολικές νύχτες σε μπερδεύουν. Δεν έρχονται τακτικά, όπως οι φρόνιμες κατακλίσεις, μα σα κοπιάσουν πασσάλους μπήγουν στο εγώ και κατασκηνώνουν. Κοιτάς τ’ αστέρια. Η λάμψη τους αναδρομή που ξεβράστηκε στο βλέμμα σου. Αν ήσουν ρομαντικός θα έκανες ευχή. Μα εσύ προτρέχεις. Έτσι ολάκερο το φωτεινό στερέωμα συρρικνώνε

Έξοδος στις Αγορές

Με περπατάς στις δικές σου λεωφόρους. Αυτές που ξέρεις καλά και τις διαβαίνεις πια με κλειστά τα μάτια. Οι πόρτες σ’ αναγνωρίζουν κι ανοίγουν αυτόματα και από παντού χαμόγελα προστρέχουν προς αρωγή σου. Λογικό, σκέφτομαι: τα χαμόγελα στο χαμόγελο. Αν και εκείνα δεν έχουν την ίδια λάμψη. Είναι μουντά, θαρρείς φωτοτυπία. Δεν τους κρατάς κακία. Ξέρεις πως στον κόσμο τους, όπου όλα τριγύρω είναι επιδεικτικά γυαλιστερά, ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος. "Τι θέλουμε εδώ; Τι ψάχνουμε;" ρωτάω, έχοντας ειλικρινά κάθε πρόθεση να βοηθήσω. Με κοιτάς μ’ ένα βλέμμα αφοπλιστικό που ορθογραφεί με κεφαλαία γράμματα: ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΣ και συνεχίζεις αμέριμνη την περιήγηση.   Ν’ ακολουθήσω προσπαθώ, μα κάθε τόσο σε χάνω. Δεν είναι εύκολο ν’ ακολουθείς θηράτειρες ωραιότητες. Υπερβαίνουν την πρακτική γραμμικότητα και το αρχέγονο αισθητήριο προσανατολισμού αποσυντονίζεται. Όχι πως είναι γνώριμο τερέν τούτο -κάθε άλλο, αλλά κι επιπρόσθετη κίνηση σε τροχιά ανέμελης πεταλούδας καθόλου δεν βοηθάει! Μόλις ξ

Πίνω και Μυθώ

Ξεκίνησε να λέει ένας φίλος: “Μ’ αρέσουν οι σκέψεις. Έρχονται, κάθονται στο δίπλα τραπέζι και πιάνουν ψιλή κουβεντούλα. Έχουν πάντα απ’ εκείνες τις υπερκόσμιες συζητήσεις που κάθε παρέα που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να κάνει. Κάθε τόσο ξεσπάνε σε γέλια. Μειδιώ κι εγώ, φορτισμένος τη θετική τους ενέργεια. Χωρίς να το πάρω χαμπάρι έχω εμπλακεί σ’ ό,τι λένε και παρακολουθώ ανελλιπώς. Ίσως κιόλας να ‘χω γείρει κάπως άκομψα στο μέρος τους λησμονώντας προσχήματα. Εκείνες δεν μοιάζουν να ενοχλούνται. Κάθε άλλο! Θαρρείς επίτηδες, τότε ξεκινούν τα πικάντικα και δώσ’ του χάχανα και ματιού κλεισίματα και ποτηριών τσουγκρίσματα κι εβίβα. Αναγνωρίζω το μυστηριακό της στιγμής κι ενστικτωδώς σηκώνω κι εγώ το ποτήρι για πρόποση. Πριν καλά-καλά αντιληφθώ το τεταμένο μου χέρι, ανταποδίδουν. Χαμογελώ αμήχανα. Ανασηκώνονται και με κινήσεις ανάλαφρες βρίσκονται δίπλα μου και με κυκλώνουν. Δεν είναι πια ομήγυρη άλλη, μα μία και μόνη, η δικιά μου, πολυπληθής και θυμώδης. Παραγγέλνουν και πίνουμε στη

Χωρίς Παζάρια

Εχθές πήγες στο παζάρι. Όπως και την προηγούμενη. Κι εκείνη πριν απ’ αυτή. Σε φαντάζομαι να περιεργάζεσαι αντικείμενα ευτελούς τιμήματος και αμφιβόλου χρηστικής αξίας πάνω από πάγκους γυρολόγων. Με λαμπερά μάτια κι ένα χαμόγελο ακατέργαστο, παιδικό τα πιάνεις στα χέρια, να τα νιώσεις, ν’ αφουγκραστείς την υλικότητα. «Αχ, τι καλούλι που είναι αυτό!» Θα το πάρεις. Πάντα παίρνεις αυτό που θέλεις. Χωρίς παζαρέματα, δεύτερες σκέψεις, αμφιβολίες. Είναι φορές, αλήθεια, που σε ζηλεύω. Παίρνεις τον δρόμο τον ευθύ και τον διαβαίνεις με τη φωτοφόρα, απόλυτη σιγουριά που χαρίζει η επίγνωση της εφημερότητας. Αντηχούν τα βήματά σου στο σοκάκι. Ρυθμικά. Αέρινα. Πόσες φορές δεν κάναμε εκείνη την ατελείωτη συζήτηση για τα πάσης φύσεως διακοσμητικά; Κάθε που σ’ επισκεπτόμουν πλήθαιναν ανεξαιρέτως. “Μ’ αρέσουν. Είναι όμορφα. Τι άλλο θες;” κατέληγες τελεσίδικα πάντα, όποτε εγώ -αιώνια δύσπιστος- επιχειρηματολογούσα αμφισβητώντας την αναγκαιότητα ύπαρξής τους στο χώρο. Ήξερες να μου διηγηθείς μια ιστορ

Δοκιμασία Επάρκειας

Με ρώτησαν κάποτε: Είσαι καλός με τις λέξεις ; Τις βάζεις πάντα στη σειρά όπως θέλεις; Σε καταλαβαίνουν οι συνομιλητές σου; Ξαφνιάστηκα ομολογώ. Ξαφνιάστηκα που το βλέμμα τους κατέβηκε και πάλι αμέσως πάνω στο ντοσιέ με τα πολλά φύλλα κι είχαν το δάχτυλο ήδη στο κουμπί του στυλό να σημειώσουν με μονοκονδυλιά απάντηση. Ο νους έτρεξε μ’ απόγνωση στα καταθλιπτικώς ομοιόμορφα, κλειστοφοβικά τετραγωνάκια που θέλαν να με χώσουν και θαρρείς μου στέρεψε μεμιάς η ανάσα. Με κοροϊδεύετε, ρε; Ποιος άνθρωπος περικλείεται σε τέσσερεις γραμμές μονάχα; Ειλικρινά έτσι θα ‘θελα να αποκριθώ, αλλά κρατήθηκα. Με κοίταξαν μέσα απ’ τα γυαλιά τους: Λοιπόν; Αναρωτήθηκα αν τα γυαλιά αυτά -που άστραφταν θαρρείς πιότερο απ’ τα μάτια που πλαισίωναν- στρεβλώνουνε τον κόσμο. Αν τον μικραίνουν οι φακοί και τον εκάνουν τόσο δα που να χωρά ολάκερος σε μικρά-μικρά κουτάκια. Κι άντε με τα χίλια ζόρια και με πολύ τριμάρισμα κατορθώσατε και τον εστριμώξατε κάπως κακήν-κακώς και μ’ ένα σωρό τσαλάκες, πόσο θαρρείτε θα τον κ

Κύματα Πολυσήμαντα

Οι στιγμές που είναι πραγματικά μεγάλες δεν αφήνουν ξεκάθαρα ίχνη στη μνήμη. Μια θολή μόνο εικόνα, λες και το διάφραγμα ρυθμίστηκε λάθος ή κάποιος σε κούνησε στη λήψη. Ίσως είναι ο όγκος των δεδομένων που φταίει, ή ίσως πάλι απλά ο επεξεργαστής δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα των ερεθισμάτων. Και κάπως έτσι, ανάμεσα στα χιλιάδες ορθώς καταλογογραφημένα τεκμήρια, μια καταχώρηση που μοιάζει κατακερματισμένη. Δοκίμασες τα πάντα για να την ανακαλέσεις αυτούσια, σε όλη της την έκταση και ένταση, μα μάταια! Αν και ξέρεις πως είναι μάλλον τεχνικώς αδύνατο, εξακολουθείς να πιστεύεις πως κάποτε θα μπορέσεις να ξεδιαλύνεις την άχλη απροσδιοριστίας, οπότε δεν τη διαγράφεις. Το σύστημα όλο επηρεάζεται, ωστόσο, κι οι συστοιχίες εντολών δεν αποδίδουν πια εξίσου. Η ταξινομική ισχύς αρχίζει να φθίνει, λάθος φάκελος, όχι δεν ήθελα αυτό, γιατί τίποτα δεν είναι όπως το άφησα; Αρχίζεις να αμφισβητείς αν όντως θα έπρεπε να ιεραρχείς με το γνώριμο τρόπο -που, τώρα που το καλοσκέφτεσ