Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στις Τούνδρες του Από Πριν

Προτού αρχίσει έχει τελειώσει... Ο νους ο άτιμος διέτρεξε κιόλας τη διαδρομή. Ευστροφία τ’ ονομάζουν κάποιοι. Αμφιβάλλω. Όσο προτρέχεις εξορίζεις εαυτόν στις αχανείς παγωνιές ενός αβάσταχτου παρελθόντος. Έρχονται έγνοιες με τους αγέρες να γίνουν μικροί-μικροί, μα κοφτεροί σταλακτίτες στα χείλη. Η ανάσα που συντηρεί την ύπαρξη, καπνός σιβυλλικός, μυσταγωγεί το πεπερασμένο και υποθάλπει τον αρχέγονο φόβο του τέλους. Εδώ είναι όλα πάλλευκα. Αν είδες μια σπιθαμή, όλα τα είδες. Ανάθεμα αν ξέρεις που πέφτει ο Βορράς. Όχι πως θέλεις να τραβήξεις κατά ‘κει. Όχι πως θέλεις να κάνεις ρούπι. Όπου κι αν είναι για να πας, θα φτάσεις κάποτε. Ύστερα;

Σκοτεινιάζει. Ή πάντα σκοτάδι είχε; Οι πολικές νύχτες σε μπερδεύουν. Δεν έρχονται τακτικά, όπως οι φρόνιμες κατακλίσεις, μα σα κοπιάσουν πασσάλους μπήγουν στο εγώ και κατασκηνώνουν. Κοιτάς τ’ αστέρια. Η λάμψη τους αναδρομή που ξεβράστηκε στο βλέμμα σου. Αν ήσουν ρομαντικός θα έκανες ευχή. Μα εσύ προτρέχεις. Έτσι ολάκερο το φωτεινό στερέωμα συρρικνώνεται σε μια αγχώδη περιδίνηση. Αχνοφεγγίζει ασημιά. Αν είδες μια αναλαμπή, όλες τις είδες. Ανάθεμα αν ξέρεις του κόσμου σου την ιστορία. Όχι πως θέλεις να σου τη διηγηθούν. Όχι πως θέλεις να σου διηγηθούν οποιαδήποτε ιστορία. Όποια κι αν είναι για ν’ ακούσεις, θα τελειώσει κάποτε. Ύστερα; 

Είναι φορές που θέλεις να σταματήσεις το έλκηθρο, να μην τ’ αφήσεις να κυλήσει στην πλαγιά όπως το ‘χει κακό συνήθειο. Μαλώνεις τότε τα σκυλιά σου που έχεις ζέψει να το τραβάνε. Κι εκείνα σε κοιτούν στα μάτια παραπονιάρικα χωρίς να καταλαβαίνουν. Να τραβάνε θυμήσου τ’ ανέθρεψες με χάδια κάτω απ’ το λαιμό και στην κοιλιά και κροταλισμούς από μαστίγιο. Δεν ξέρουν άλλο. Εξάλλου όποιος ακίνητος μένει εδώ γύρω δεν έχει μέλλον. Θα τον προλάβει το κρύο και θα τον κάψει. Το πρόσωπο βυθίζεις στις παλάμες απεγνωσμένος. Είναι τραχιές. Φαράγγια τρέχουν κατά μήκος τους. Φαράγγια που ‘σκάψαν παγετώνες αργοκυλώντας οδυνηρά.

Με βλέπεις, εξόριστε; Τη λάμπα θυέλλης σηκώνω για σινιάλο καταμεσής στη χιονοθύελλα. Θέλω να σε οδηγήσω κάπου ζεστά, μ’ αναμμένο τζάκι κι ένα ρόφημα θερμαντικό. Τώρα! Πριν να ‘ναι αργά. Την ξέρεις τη λέξη; Δεν μπορεί κάποτε θα την έχεις ματακούσει. Κι αν η στοίβα τα ξύλα μου σωθεί κι αν το τσαγιερό τρυπήσει, θα ‘χεις νιώσει τη θέρμη. Μην τολμήσεις ν’ αντιτείνεις: “Ύστερα;” ‘Ο,τι βάνει ο νους, που όπως μου είπανε είναι και σβέλτος. Μα για την ώρα, άλλο μη σε μέλλει. Εδώ, κάνω σινιάλο. Στο κάτω-κάτω, κάνε παρέα σε μένα. Τούτο το μπορείς θαρρώ. Ή κάνω λάθος;

Σχόλια