Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μασκοφόρος Εκδιηγητής

Με θωρείς και θαρρείς πως με ξέρεις. Γελάω, στρίβοντας το μουστάκι. Θυμάμαι που κι εγώ κάτι τέτοιο πίστευα. Τότε, που ερμηνεύοντας κατά το δοκούν κάποια στοιχειώδη ανθρωπολογία, ήμουν πεπεισμένος πως τα άτομα του περίφημου είδους μας έχουν το καθένα ένα και μόνο πρόσωπο. Ήταν ο καθρέφτης, ένας φίλος που χάθηκε ή το λευκό χαρτί που μ’ ελευθέρωσε, δεν το θυμάμαι. Λίγη σημασία όμως έχει. Έκτοτε, περνώ το χρόνο μου σε αναζήτηση των πολλαπλών προσώπων, των δικών μου και των γύρω μου. Κι αν βρω κανένα που μ’ αρέσει –μπορεί και όχι, αρκεί να φαίνεται μοναδικά διαφορετικό- το φορώ και παιχνιδίζω.
 
“Μου πάει, μου πάει;” ρωτούσα αφελώς στην αρχή. Με κοιτούσαν με μάτια γιομάτα απορία και δίσταζαν ν’ απαντήσουν. Πέρασε καιρός να συνειδητοποιήσω πως ένα πρόσωπο έβλεπαν μονάχα. Κι αν κάποιοι είχαν υποψίες πως μπορεί να μην ήταν πάντοτε το ίδιο, τις έπνιγαν καθ’ υπόδειξη εκείνης της στρεβλής βεβαιότητας που κάποτε κατέτρυχε κι εμένα. Σπαζοκεφάλιασα επί μακρόν να βρω μιαν άκρη. Γιατί ποιό το νόημα να φοράς κάτι καινούργιο αν οι άλλοι δεν μπορούνε να το δουν; Τη λύση τη βρήκα στην απλή χειροτεχνία. Θα έφτιαχνα μάσκες! Βάλθηκα το λοιπόν τ’ απόβραδα να μετρώ, να ψαλιδίζω, να ράβω, να χρωματίζω και…βουαλά!
 
Είχε άμεσο αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι γνώριζαν πως οι μάσκες δεν μένουν κατ’ ανάγκη απαράλλαχτες. Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να λέω ιστορίες που θέλαν πρόσωπα πολλά κι αν χωρίς τις μάσκες τις διηγιόμουν θα χάναν κάμποση απ’ τη μαγεία τους κι ίσως όλη τους την αλήθεια. Φαίνεται όμως πως κάπου το παράκανα, γιατί άρχισαν να με κοιτούν καχύποπτα. Ψίθυροι συνωμοτικοί ακούγονταν πίσω απ’ την πλάτη μου. Δεν έδωσα σημασία, είχα άλλωστε ιστορίες να πω και δεν προλάβαινα. Ποτέ δεν είχα σ’ εκτίμηση χέρια μετέωρα πάνω απ’ τη θήκη του σπαθιού. Μα αν ήθελα να συνεχίσω, έπρεπε να είμαι σε επαγρύπνηση.
 
Με πλησίασαν μάτια με λάμψη αντάρτικη και ζήτησαν να τους διδάξω. Αρνήθηκα, γιατί δεν είχα κάποια ιδιαίτερη γνώση να μεταλαμπαδεύσω. Με πλησίασαν χείλη που διπλοκοιτούσαν πάνω απ’ τον ώμο τους, μη τους σταμπάρουν να μου μιλούσαν, και με παρακάλεσαν να χαθώ στα βουνά να σώσω τη ζωή μου. Αρνήθηκα, γιατί στα βουνά δεν θα ‘βρισκα πρόσωπα που είναι η ζωή μου. Μου δώρισαν άλογο να μετακινούμαι. Το δέχτηκα. Αν ακούσεις ποτέ για έναν άντρα με κρυμμένο πρόσωπο που έφιππος καταφθάνει, μια ιστορία λέει, σιάζει το πλατύγυρο καπέλο, χαιρετά και ξεμακραίνει καλπάζοντας, αυτός να ξέρεις θα ‘μαι εγώ. Ή και όχι.

Σχόλια