Όταν το λογισμό αυτάρεσκα ακονίζεις πάνω στο λιθάρι της άμεμπτης επιμέλειας, να περιμένεις παλάμες δεμένες με μαντήλια βουτηγμένα στο αίμα. Αφού η ακμή, μ’ όλη της τη γυαλάδα, θα ‘ναι ασταμάτητη και θα ζητά στ’ άλυκο να βαφτεί για να χορτάσει. Δε θα της φτάνουν της άσκησης οι δροσεροί οι μίσχοι, ούτε του πρώτου πελεκίσματος τα κούτσουρα τα στιβαρά. Το στόχο που της πρέπει θ’ αποζητάει και στη ζώνη ήσυχη δε θα κάθεται καθόλου. Ώσπου βαθιά τομή τη σάρκα της πράξης να χαρακώσει. Ξεροκαταπίνεις. Γιατί ή θα κόψεις ή θα κοπείς. Κι αν ξέρεις να δένεις, καλά. Αν όμως όχι; Όταν οι σπίθες απ’ τ’ άοκνο ακόνι δίπλα στα φρύγανα της κοινογμωμοσύνης αδίστακτα πετάνε, να περιμένεις λιβάδια σκεπαστά με αργόσβηστες, λασπερές στάχτες. Αφού οι καύτρες, μ’ όλη τους τη θνησιγένεια, θα ‘ναι κοσμοκρατόρισσες και τους ανέμους που θα θελήσουν να τις πνίξουν θα καβαλήσουν. Δε θα τους φτάνει το ήρεμο ανταύγισμα της πτώσης, ούτε το εκηβόλο αντιφέγγισμα της πρώτης πτήσης. Πιότερη έκταση θα διεκδικούν ολοένα και πάν