Φτιάχνω καφέ και κάθομαι. Εκείνη ήδη στο ντιβάνι, δίπλα μου όσο πίνω, να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Τότε τα μάτια χάνουν την εστίαση. Σκαλώνει το βλέμμα πέρα κάπου μακριά. Θολώνουν όλα κι ξεθωριάζουνε οι ήχοι. Η όποια κίνηση, παβλοφικό ανακλαστικό. Σφίγγει, ας πούμε, η χούφτα το ποτήρι, όπως σφίγγει το νήπιο το δάχτυλο της μάνας. Το μασούλημα, αφύσικα αργό σε χρονογραμμή διεσταλμένη. Τρίμματα από το βούτημα πέφτουν στο πάτωμα. Τρίμματα εύθραυστης ψυχής. Είναι ένα χάσμα ως το τραπέζι. Το γεφυρώνουν μπράτσα πρόχειρα αγκυρωμένα σε τραχιούς αγκώνες. Επισφαλές το διάβα. Αλλά ορίστε, το τολμά μια ανατριχίλα που κατηφόρισε αυθάδικα ως εκεί. Αυτή είναι η απόσταση μέχρι τον κόσμο, όπου έχει ακόμα υπόσταση και νόημα η ύλη. Σε τούτη την πλευρά, όμως, ισχύουν άλλοι νόμοι. Τίθενται σε ισχύ αυτόματα μαζί με τα υπόλοιπα επιφαινόμενα για όσο είναι εδώ. Ιδρώτας στα ακρόφρυδα σταλάζει. Με το δείκτη σηκώνω πίσω τα γυαλιά που ’χαν γλιστρήσει στη μύτη χαμηλά. Πάτημα πλήκτρου που ενεργοποιεί πρωτόκ