Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έρχεται Κάποια Πρωινά


Φτιάχνω καφέ και κάθομαι. Εκείνη ήδη στο ντιβάνι, δίπλα μου όσο πίνω, να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Τότε τα μάτια χάνουν την εστίαση. Σκαλώνει το βλέμμα πέρα κάπου μακριά. Θολώνουν όλα κι ξεθωριάζουνε οι ήχοι. Η όποια κίνηση, παβλοφικό ανακλαστικό. Σφίγγει, ας πούμε, η χούφτα το ποτήρι, όπως σφίγγει το νήπιο το δάχτυλο της μάνας. Το μασούλημα, αφύσικα αργό σε χρονογραμμή διεσταλμένη. Τρίμματα από το βούτημα πέφτουν στο πάτωμα. Τρίμματα εύθραυστης ψυχής. Είναι ένα χάσμα ως το τραπέζι. Το γεφυρώνουν μπράτσα πρόχειρα αγκυρωμένα σε τραχιούς αγκώνες. Επισφαλές το διάβα. Αλλά ορίστε, το τολμά μια ανατριχίλα που κατηφόρισε αυθάδικα ως εκεί.

Αυτή είναι η απόσταση μέχρι τον κόσμο, όπου έχει ακόμα υπόσταση και νόημα η ύλη. Σε τούτη την πλευρά, όμως, ισχύουν άλλοι νόμοι. Τίθενται σε ισχύ αυτόματα μαζί με τα υπόλοιπα επιφαινόμενα για όσο είναι εδώ. Ιδρώτας στα ακρόφρυδα σταλάζει. Με το δείκτη σηκώνω πίσω τα γυαλιά που ’χαν γλιστρήσει στη μύτη χαμηλά. Πάτημα πλήκτρου που ενεργοποιεί πρωτόκολλο έκτακτης εκκένωσης το άγγιγμα ανάμεσα στα μάτια. Τέναγος το μυαλό απομένει. Το βάθος χάνεται μυστηριωδώς, λες και κάποια κατεργάρα σελήνη πρόσταξε άμπωτη βιβλική. Να γυμνωθούν βυθοί που μόνο τον ίσκιο της αβύσσου μάθαν. Βυθοί όπου κανονικά ποιος τάχα ξέρει πόσοι κολυμπάνε λεβιάθαν.

Με τα νερά της νόησης αποτραβηγμένα, ελάχιστες σκέψεις πλατσουρίζουν στ’ αβαθή. Μικρές, αθώες, παιχνιδιάρες. Μ’ εκείνη την άγνοια κινδύνου που απορείς αν πρέπει να θαυμάσεις ή να σκώψεις. Μειδίαμα. Αργοψήνονται βασανιστικά σ’ έναν ήλιο κρεμαστό στο στερέωμα του είναι που φωτοβολεί υπέρλαμπρος από ένστικτο επιβίωσης. Σ’ αυτό το φως το πάλλευκο, δε βλέπεις τίποτα. Σ’ αυτό το φως το πάλλευκο, μονάχα προσκυνάς. Τα βλεφαρίσματα, υποτυπώδεις βεντάλιες, πασχίζουν βλάσφημα ν’ αντιπαρατεθούν στη ζέση. Μάχη που ατέρμονα θα χάνουν. Κι αυτή η πηγή που ανάβρησε και βρέχει τα ζυγωματικά γλυκό νερό δεν έχει. Έτσι μαζεύουνε τ’ αλάτι. Ανάμεσα σ’ αντικατοπτρισμούς κι αναπόδραστα.

Φωνή υπερκόσμια καλημερίζει. Θάβω το γλυφό ανάβρυσμα και κρύβω τ’ ακατέργαστο αλάτι. Χαράζω βιαστικά ένα χαμόγελο. Ανίσχυρο τοτέμ, μα προσώρας την ξορκίζει. Κι όπως είχε έρθει, φεύγει, ανεπαίσθητα. Χωρίς να πει κουβέντα -όχι τουλάχιστον σε γλώσσα που καταλαβαίνω. Χωρίς ενοχές ή ενσυναίσθηση. Πάντοτε οι άμπωτες φέρνουν και πλημμυρίδες. Θα’ ρθουνε πίσω τα νερά με κύματα μεγάλα. Εκτός άμα κάτι απορρυθμίστηκε στα κοσμικά γρανάζια. Τότε οι διαδοχές καταρρίπτονται και γεννιούνται φρικτές ασυνέχειες. Θα ξανάρθει. Δάχτυλα αδηφάγα βύσματα γαμψά θα ψάχνουν πάλι να συνδεθούν στο ανυποψίαστο κρανίο και να μεταφορτώσουν κώδικες συμβιωτικούς. Οι πολλαπλές βαρύτητες είναι σημάδια. Τρίβω τον αυχένα να σβηστούν.

Σχόλια