Την ασχήμια την βλέπουν μάτια χωμάτινα. Και χείλη καμένα απ’ το ψύχος την ομολογούν. Στοιχειωτικές παρηχήσεις στου φαραγγιού της επιβίωσης τ’ απόκρημνα, γκρίζα λιθάρια. Σκαμένα καθώς είναι αιχμηρά κι απαρακίνητα από τις ροές του σβέλτου χρόνου, της φλοίσβουσας λήθης και της αφρισμένης έμπειρης γνώσης που κάποτε κυλούσαν ξέγνοιαστες, χειμαρώδεις σ’ αυτά τα μέρη. Στέρεψαν ύστερα ή εξατμίστηκαν ή τράβηξαν γι’ αλλού. Κι αν πέρασαν ποτέ ζητάς να μάθεις, ψαχουλεύοντας μια στοίβα μαύρες πέτρες. Δεν είναι για επίσκεψη ετούτο το τοπίο. Δεν του ταιριάζουν ούτε εικόνες, ούτε ονόματα. Το κρύο του ταιριάζει κι οι λειχήνες και τα μανιώδη ουρλιαχτά του αέρα. Μα η ασχήμια, ως γνωστόν, είναι παμπόνηρη. Στο σακίδιο κρύβεται και στο παγούρι σου. Κι ανήξερος εσύ την κουβαλάς όπου κι αν πας μαζί σου. Βαριά τα βήματα, κοφτή η ανάσα. Θέλεις να φύγεις, να βρεις τοπία όμορφα, ζεστά. Φυσικό. Καθώς περπατάς διψάζεις. Κι όταν διψάσεις, πίνεις. Με κάθε γουλιά το νου σου κυριεύει. Με κάθε γουλιά λίγο σε ξεδιψά για