Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πιστοποιημένες Ορειβατικές Διαδρομές

Την ασχήμια την βλέπουν μάτια χωμάτινα. Και χείλη καμένα απ’ το ψύχος την ομολογούν. Στοιχειωτικές παρηχήσεις στου φαραγγιού της επιβίωσης τ’ απόκρημνα, γκρίζα λιθάρια. Σκαμένα καθώς είναι αιχμηρά κι απαρακίνητα από τις ροές του σβέλτου χρόνου, της φλοίσβουσας λήθης και της αφρισμένης έμπειρης γνώσης που κάποτε κυλούσαν ξέγνοιαστες, χειμαρώδεις σ’ αυτά τα μέρη. Στέρεψαν ύστερα ή εξατμίστηκαν ή τράβηξαν γι’ αλλού. Κι αν πέρασαν ποτέ ζητάς να μάθεις, ψαχουλεύοντας μια στοίβα μαύρες πέτρες. Δεν είναι για επίσκεψη ετούτο το τοπίο. Δεν του ταιριάζουν ούτε εικόνες, ούτε ονόματα. Το κρύο του ταιριάζει κι οι λειχήνες και τα μανιώδη ουρλιαχτά του αέρα.

Μα η ασχήμια, ως γνωστόν, είναι παμπόνηρη. Στο σακίδιο κρύβεται και στο παγούρι σου. Κι ανήξερος εσύ την κουβαλάς όπου κι αν πας μαζί σου. Βαριά τα βήματα, κοφτή η ανάσα. Θέλεις να φύγεις, να βρεις τοπία όμορφα, ζεστά. Φυσικό. Καθώς περπατάς διψάζεις. Κι όταν διψάσεις, πίνεις. Με κάθε γουλιά το νου σου κυριεύει. Με κάθε γουλιά λίγο σε ξεδιψά για να διψάσεις πάλι χειρότερα. Όσο τη γλώσσα πλαταγγίζεις μπερδεμένος, εκείνη ξεγλιστρά και βάφει το τοπίο στα χρώματά της. Κοιτάς εσύ, μορφάζεις με απογοήτευση. Ούτε εδώ, θα πεις. Θα σφραγίσεις το παγούρι, θα φορτωθείς το σάκο, γι’ αλλού θα ξεκινήσεις.

Μόλις αντιληφθεί πως κάτι αρχίζεις να ψιλιάζεσαι απ’ τις απανωτές, ατελέσφορες περιηγήσεις, θ’ αλλάξει τακτική. Θα σου πει για την πηγή που σου κρύβουν όλοι οι άλλοι από ζήλια. Για την πηγή που έχεις κάθε δικαίωμα να βρεις μα στο στερούν με δόλο. Που τα νερά της ξεδιψούν για πάντα. Ψηλά στ’ απέναντι βουνό. Σ’ ένα μικρό υψίπεδο που ελάχιστοι μόνο φτάνουν. Δε θα ‘ναι εύκολο. Όχι, καθόλου. Πρέπει να μείνεις μαζί της, ν’ ασκηθείς. Αλλιώς θα αποτύχεις οικτρά. Όταν είσαι έτοιμος, θα σε στείλει να επιχειρήσεις τη διάβαση. Και τώρα μονάχος, χωρίς σακίδιο ή παγούρι, σκαρφαλώνεις ακόμα πιο ψηλά.

Δεν έχει πέρασμα για απέναντι εδώ, διαβάτη. Κάποιες σάπιες σανίδες μονάχα. Κρεμασμένες από ξέστρηφο σχοινί. Χορεύουν μαινάδες πάνω απ’ το χάσμα, χορό ξεδιάντροπου ιλίγγου κι αδέσποτου χαμού. Που σκότωσαν γκρεμίζοντας στην άβυσσο τους ίδιους που τις δέσαν θέλοντας ματαιόπονα να ζεύξουν το διάσελο. Σε γέλασε όποιος υπέδειξε αυτά τα μονοπάτια. Εξόν φτερά αν έχεις. Μα αν έχεις φτερά, γιατί να ψάχνεις γέφυρες; Φτερούγισε και πέτα. Ψηλά και σίγουρα. Πάνω απ’ την άχλη την πηχτή και την μπλαβιά αντάρα. Ώσπου το φέγγος του ήλιου τα χείλη να ζεστάνει και φλόγινα τα μάτια σου να δείξει, καθρέφτισμα δικό του καθώς θα ‘ναι.

Σχόλια