Μα η ασχήμια, ως γνωστόν, είναι παμπόνηρη. Στο σακίδιο κρύβεται και στο παγούρι σου. Κι ανήξερος εσύ την κουβαλάς όπου κι αν πας μαζί σου. Βαριά τα βήματα, κοφτή η ανάσα. Θέλεις να φύγεις, να βρεις τοπία όμορφα, ζεστά. Φυσικό. Καθώς περπατάς διψάζεις. Κι όταν διψάσεις, πίνεις. Με κάθε γουλιά το νου σου κυριεύει. Με κάθε γουλιά λίγο σε ξεδιψά για να διψάσεις πάλι χειρότερα. Όσο τη γλώσσα πλαταγγίζεις μπερδεμένος, εκείνη ξεγλιστρά και βάφει το τοπίο στα χρώματά της. Κοιτάς εσύ, μορφάζεις με απογοήτευση. Ούτε εδώ, θα πεις. Θα σφραγίσεις το παγούρι, θα φορτωθείς το σάκο, γι’ αλλού θα ξεκινήσεις.
Μόλις αντιληφθεί πως κάτι αρχίζεις να ψιλιάζεσαι απ’ τις απανωτές, ατελέσφορες περιηγήσεις, θ’ αλλάξει τακτική. Θα σου πει για την πηγή που σου κρύβουν όλοι οι άλλοι από ζήλια. Για την πηγή που έχεις κάθε δικαίωμα να βρεις μα στο στερούν με δόλο. Που τα νερά της ξεδιψούν για πάντα. Ψηλά στ’ απέναντι βουνό. Σ’ ένα μικρό υψίπεδο που ελάχιστοι μόνο φτάνουν. Δε θα ‘ναι εύκολο. Όχι, καθόλου. Πρέπει να μείνεις μαζί της, ν’ ασκηθείς. Αλλιώς θα αποτύχεις οικτρά. Όταν είσαι έτοιμος, θα σε στείλει να επιχειρήσεις τη διάβαση. Και τώρα μονάχος, χωρίς σακίδιο ή παγούρι, σκαρφαλώνεις ακόμα πιο ψηλά.
Δεν έχει πέρασμα για απέναντι εδώ, διαβάτη. Κάποιες σάπιες σανίδες μονάχα. Κρεμασμένες από ξέστρηφο σχοινί. Χορεύουν μαινάδες πάνω απ’ το χάσμα, χορό ξεδιάντροπου ιλίγγου κι αδέσποτου χαμού. Που σκότωσαν γκρεμίζοντας στην άβυσσο τους ίδιους που τις δέσαν θέλοντας ματαιόπονα να ζεύξουν το διάσελο. Σε γέλασε όποιος υπέδειξε αυτά τα μονοπάτια. Εξόν φτερά αν έχεις. Μα αν έχεις φτερά, γιατί να ψάχνεις γέφυρες; Φτερούγισε και πέτα. Ψηλά και σίγουρα. Πάνω απ’ την άχλη την πηχτή και την μπλαβιά αντάρα. Ώσπου το φέγγος του ήλιου τα χείλη να ζεστάνει και φλόγινα τα μάτια σου να δείξει, καθρέφτισμα δικό του καθώς θα ‘ναι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου