Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2024

Υπασπιστές του Αινικτή

Ό,τι έμαθες να το ξεχάσεις. Κι ό,τι κέρδισες πρέπει να χάσεις. Όσα έπιασες να τα αφήσεις. Κι ό,τι έχτισες να το γκρεμίσεις. Δεν βάζω, φίλε, τους κανόνες. Έτσι πηγαίνει η γραμμή αδιαλείπτως για αιώνες. Κανείς δεν κάνει για πολύ ίδιος να μείνει. Αλλιώς ο κύκλος σκυθρωπά τριγύρω κλείνει. Ο κόσμος γίνεται μικρή, αδιάφορη τελεία. Μορφάζει, φέρεται γελοία. Γιατί αν και θα όφειλε να σταματήσει, εκείνος καίγεται να συνεχίσει. Ενώ νομίζεις σπλαχνικά θα τον τελειώσεις με την παύλα, γι΄ άλλο ένα μπάρκο μόλις του πλήρωσες τα ναύλα. Στο πλάι τα δυο σημάδια ξύπνια γυρίζει. Φιλοτεχνεί θαυμαστικό και ξαναρχίζει. Το μπρος θέλει πίσω να επιστρέψει. Κι ό,τι ανέβλυσε ψάχνει τρόπο να στερέψει. Άκρα διπλώνονται ν’ αγγίξουνε τη μέση. Κι ό,τι σηκώθηκε, προσεύχεται να πέσει. Δεν φέρω, αδερφέ μου, την ευθύνη. Είναι συνήθεια που λατρεία έχει γίνει. Τα πάντα ενθαρρύνονται ν’ αλλάζουν. Αλλιώς απομένουνε μνημεία που τρομάζουν. Ο λόγος φρικιασμένος ρίχνει το κέλυφος σε κώμα. Μετουσιώνεται να διαφύγει απ’ το σώμα.

Ντέι

Να εδώ στην ψύχρα μου λένε πως είμαι μουλάρι με στυλωμένα ποδάρια γιατί γκαρίζω για κρυμμένο γκρεμό. Πως θα ‘πρεπε να ‘χω στη σειρά καπίστρι δεμένο για να συμβαδίζω με τον καιρό. Να είμαι ελεήμονας, να συγχωρώ. Να κάνω μια βόλτα με του άλλου τα πέταλα προτού τον εντάξω στους φαλτσοδρόμους. Για να ‘χεις αγώγι μυαλό δε χρειάζεται, χρειάζεται όμως παΐδια και ώμους. Έτσι τα βρήκαμε, έτσι πηγαίνουμε , τι θέλεις να κάνουμε τώρα; Σαμαρώσου εκεί πέρα και παράτα τα κλάματα για δήθεν εμπόδια και μπόρα. Αν ήταν οι γόμαροι να διαλέγουν πιλάλες, τα σταμναγκάθια θα ορίζαν ευθείες, στροφές και διχάλες.  Μην την κουράζεις την κεφάλα λοιπόν. Το ξύπνημα είναι νταλγκάς και μεράκι για αψιμαχίες μεταξύ πετεινών. Δέξου στα καπούλια εναρκτήριο κόλαφο και την πεπατημένη χωρίς έγνοιες περπάτα. Θα ‘ναι τα πνευμόνια στο πάνε αδειανά, μα όταν γυρίσεις θα ‘χεις τα παχνιά σου ως επάνω γεμάτα. Τι κι αν τρίζουν με λαχτάρες τα δόντια; Τι κι αν ιδέες καιν’ τα ρουθούνια; Ο δρόμος να μένει γνωστός κι απαράλλακτος και κτ

Μαλλιά Κουβάρια

Ξέρεις δεν χτενίζομαι τα Σάββατα. Θέλω τα ρήματά μου αμετάβατα. Γιατί αν αρχίσω να μπλέκω μ’ αντικείμενα, ποτέ δε θα ‘βρω το σθένος που περίμενα να φτιάξω τις προτάσεις μου λυτές. Μια λέξη μόνο, αδέσμευτη, με παρά πόδα την τελεία. Ρωτάει ο καθρέφτης με κάποια ειρωνεία, ενοχλημένος που δεν τον χρειάζομαι όπως χθες: “Πώς θα βγεις έξω; Πώς θα σεργιανίσεις; Μαλλιά ανάκατα ο κόσμος δεν συγχωρεί. Καλά τα πρόσωπα κι άγιες οι εγκλίσεις, μα εδώ μιλούν οι άτεγκτοι αριθμοί. Είναι τα βλέμματα κόμποι, μπερδέματα. Αντί για καταλήξεις, αλλάζεις θέματα. Πριν το χτένι φτάσει στ’ απροχώρητο, πιστεύεις θ’ αντέξεις την τροπή;”  Άκου και σημείωνε, καθρέφτη μου ζηλόφθονε, αν με ένοιαζαν οι τόσοι, το μαλλί θα είχα στρώσει. Αίτια ποιητικά θέλουνε παθητικές. Αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις πως να ορίζεις τις φωνές . Δεν πειράζει, κάνω χάζι να τους βλέπω ν’ απορούν. Και στα κινητά να ψάχνουν για να επιβεβαιωθούν. Δεν τους λένε οι οθόνες τα βαριά τα μυστικά, δείχνουν μόνο τις εικόνες που θέλουν τα αφεντικά. Βιάσου,