Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2012

Κώδικες και Ψηφία

Το αναλογικό σήμα διεκόπη. Η αναγκαστική μετάβαση στην ψηφιακή εποχή για τους τηλεοπτικούς δέκτες είναι πια γεγονός. Υποσχέσεις για υψηλότερη ευκρίνεια, πιστότερη εικόνα, όχι πια αποχρωματισμούς και είδωλα. Όσοι δεν προμηθεύτηκαν εγκαίρως τον απαραίτητο εξοπλισμό λαμβάνουν στην οθόνη παράσιτα ή ένα λιτό μήνυμα που τους ανακοινώνει πως το πρόγραμμα δεν μεταδίδεται άλλο. Είναι η πρόοδος. Πώς ν’ αντιπαραταχθείς στην πρόοδο; Δεν μπορείς να πεις πως δεν ήσουν προετοιμασμένους. Θα έπρεπε να είσαι. Είχες λάβει επαρκείς προειδοποιήσεις. Αν όχι, το σφάλμα είναι αποκλειστικά δικό σου και θα υποστείς τις συνέπειες. Θα μείνεις χωρίς την οικεία πολύχρωμη φασαρία. Πόσο νομίζεις θα αντέξεις;  Υπάρχουν ήδη άνθρωποι ανάμεσά μας που δείχνουν τα πρώτα σημάδια στέρησης. Ο μόνιμος συγκάτοικος που δεν χόρταινε να μιλάει , δεν είναι πια εκεί και φοβούνται μόνοι. Ίσως περιεργάζονται το τηλεκοντρόλ από συνήθεια. Ίσως ανακαλύπτουν την απουσία εκ νέου κάθε τέταρτο της ώρας όταν άλλες δραστηριότητες δεν τους γεμ

Αισθητήρες για Συστήματα Αποπάγωσης

Για πολλοστή ημέρα ο αέρας επιμένει να φυσάει παγερός, αναγκάζοντάς με να χρησιμοποιώ τ’ αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου. Υπό άλλες συνθήκες απλώς θα περπατούσα το ένα τέταρτο της ώρας ως τη στάση του λεωφορείου. Και τον υγιεινό μου περίπατο θα έκανα και θα μου έμεναν τα λεφτά της βενζίνης στην τσέπη να τα πιω σοκολάτα ζεστή με την παρέα χωρίς να διπλοτσεκάρω στο πορτοφόλι. Μα όλες μου οι αντιρρήσεις κάμπτονται μπροστά σε μια κατακόκκινη μύτη και πέλματα που δε τα νιώθω παρά τα δύο ζευγάρια κάλτσες. Κάθομαι το λοιπόν πίσω από το τιμόνι και το καλοριφέρ αναλαμβάνει σιγά-σιγά δράση. Δεν είναι πως αντιπαθώ την οδήγηση. Κάθε άλλο. Παρέχει κι αυτή τις συγκινήσεις της. Βάζεις μπροστά και πας. Χωρίς περιττές αναμονές και προκαθορισμένα δρομολόγια. Όμως ως οδηγός δεν μπορείς να ζωγραφίσεις στο θαμπωμένο τζάμι, έτσι δεν είναι; Κι αν δεν μπορείς να ζωγραφίσεις στο θαμπωμένο τζάμι, ποιος ο λόγος να υπάρχουν κρύες μέρες; Όχι ειλικρινά, δε βρίσκω άλλη σκοπιμότητα. Άντε τα ζευγαράκια βρίσκουν μ

Μέχρι να Βγει το Λάδι

Κοιμήθηκα δεκαέξι ώρες. Ναι, αυτό είναι πάνω από μισό εικοσιτετράωρο! Σαφώς πολλαπλάσιος χρόνος από τα συνήθη τετράωρα-εξάωρα μετά από κάποιο ανούσιο ξενύχτι μπροστά στον υπολογιστή ή χειρότερα την τηλεόραση. Ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, που ήρθε ανεμπόδιστα με το που ακούμπησα στο κρεβάτι. Συνήθως προηγούνται αρκετές ιδιοπεριστροφές που περιπλέκουν τα σκεπάσματα και ο ανάλογος χρόνος που απαιτείται για την αποσυστροφή τους, μαζί με τις ενδιάμεσες στάσεις για το αναποδογύρισμα του προσκέφαλου ώστε να παραμένει πάνω η δροσερή πλευρά. Προηγουμένως είχα καταβροχθίσει λαίμαργα και με περισσή όρεξη το γεύμα που είχε ετοιμάσει η μητέρα, το οποίο σε άλλες περιπτώσεις πιθανότατα θα περιφρονούσα.    Τι μεσολάβησε που ανέτρεψε άρδην τους βιορυθμούς μου; Μόλις έξι ώρες χειρωνακτικής εργασίας! Αντικειμενικά, δεν είναι δα και πολλές. Ούτε να πεις δούλεψα εντατικά, αδιάκοπτα. Κι όμως υπήρξαν αρκετές για να επαναρυθμίσουν το ημερήσιό μου πρόγραμμα που, προς ώρας τουλάχιστον, υπάκουε αποκλειστ

Μάστορας Αρχιμάγειρας

Στο λεωφορείο δυο νεαροί, προφανώς σπουδαστές κάποιας σχολής μαγειρικής, συζητούν ευδιάθετοι για τις εμπειρίες τους. Ο πρώτος συστήνει στο δεύτερο να έχει το δικό του σετ μαχαίρια. Έτσι πρέπει κι έτσι αρμόζει. Του λέει για ένα φοβερό μαχαίρι που είχε για να φιλετάρει κοτόπουλο, αλλά το έχασε σε κάποιο πάρτυ σε σπίτι φίλων. Μάλλον πετάχτηκε πάνω στο συμμάζεμα το επόμενο πρωί. Αυτό που έχει τώρα τον παιδεύει πολύ. Ο άλλος γνέφει πως συμφωνεί, αλλά δικά του μαχαίρια δεν έχει. Κρατιέμαι καλύτερα απ’ τη χειρολαβή, καθώς ο οδηγός επιταχύνει επανεκκινώντας από μια στάση. Στο μυαλό αναπήδα η συζήτηση μαζί με σκέψεις δικές μου. Σετ μαχαίρια. Άσχημα πράγματα, επικίνδυνα. Πονάνε τον κόσμο σα βγαίνουν. Ούτε ν’ ακούσω για μαχαίρια, πόσο μάλλον δικά μου. Αλλά για στάσου. Στην κουζίνα είναι προέκταση του καλλιτεχνικού σου εαυτού. Σε βοηθάνε να πετύχεις τους στόχους σου. Καθένα για ξεχωριστή δουλειά, μα όλα τους χρήσιμα. Θέλουν φροντίδα για να ‘ναι σ’ εγρήγορση όταν πρέπει. Κοφτερά, γι’ αυ

Βροχή, Ψυχή και Σημαία

Σήμερα είπα θα χουζουρέψω λιγάκι, ευκαιρία ήταν. Μεγάλος πια για να παρελάσω ο ίδιος, ξαδέρφια και λοιποί συγγενείς ομοίως, οπότε ποιος ο λόγος να σηκώνομαι πρωί, να ντύνομαι και να κατεβαίνω στην πλατεία; Άσε που ο καιρός ήταν κάπως. Τελικά έβρεξε. Άκουσα τις στάλες απ’ το παράθυρο και τυλίχθηκα καλύτερα με το πικέ κουβερτάκι μ’ ένα αίσθημα δικαίωσης. Να που παρέλαση ούτως ή άλλως δε θα γινόταν. Όταν επέστρεψαν οι γονείς μου, είχα μόλις σηκωθεί κι ακόμη χασμουριόμουν. «Πώς πήγε;» ρώτησα εντελώς τυπικά και χωρίς καν να περιμένω απάντηση χώθηκα στο μπάνιο. «Εεε…» ξεκίνησε η μάνα μου κι εγώ έκλεισα τη βρύση. Οι δάσκαλοι όντως έκριναν πως ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος και, μετά τη δοξολογία και την κατάθεση στεφάνων, είπαν στα παιδιά: «Σκορπίστε». Εκείνα δεν σκόρπισαν. Έμειναν, το κουβέντιασαν και πήραν την απόφαση να κάνουνε παρέλαση κι ας βρέχει. Ο κόσμος τριγύρω, όχι πολύς μα αρκετός, χειροκρότησε ενθουσιώδης, πιο ηχηρά από κάθε άλλη χρονιά. Δε θα ‘ταν τέλειες οι γραμμές, ούτε συγ

Μασκοφόρος Εκδιηγητής

Με θωρείς και θαρρείς πως με ξέρεις. Γελάω, στρίβοντας το μουστάκι. Θυμάμαι που κι εγώ κάτι τέτοιο πίστευα. Τότε, που ερμηνεύοντας κατά το δοκούν κάποια στοιχειώδη ανθρωπολογία, ήμουν πεπεισμένος πως τα άτομα του περίφημου είδους μας έχουν το καθένα ένα και μόνο πρόσωπο. Ήταν ο καθρέφτης, ένας φίλος που χάθηκε ή το λευκό χαρτί που μ’ ελευθέρωσε, δεν το θυμάμαι. Λίγη σημασία όμως έχει. Έκτοτε, περνώ το χρόνο μου σε αναζήτηση των πολλαπλών προσώπων, των δικών μου και των γύρω μου. Κι αν βρω κανένα που μ’ αρέσει –μπορεί και όχι, αρκεί να φαίνεται μοναδικά διαφορετικό- το φορώ και παιχνιδίζω.   “Μου πάει, μου πάει;” ρωτούσα αφελώς στην αρχή. Με κοιτούσαν με μάτια γιομάτα απορία και δίσταζαν ν’ απαντήσουν. Πέρασε καιρός να συνειδητοποιήσω πως ένα πρόσωπο έβλεπαν μονάχα. Κι αν κάποιοι είχαν υποψίες πως μπορεί να μην ήταν πάντοτε το ίδιο, τις έπνιγαν καθ’ υπόδειξη εκείνης της στρεβλής βεβαιότητας που κάποτε κατέτρυχε κι εμένα. Σπαζοκεφάλιασα επί μακρόν να βρω μιαν άκρη. Γιατί ποιό το νόημα

Άμα Εν Αγκάλαις

Δεν μου μιλάς κι έχεις βουρκώσει. Ανάθεμά με, τι έκανα; Ειλικρινά δεν ξέρω. Κοιτάω χαμένος που για μια ακόμη φορά τράβηξαν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μου. Συχνά συμβαίνει και ίσως πρέπει να το κοιτάξω. Ή ίσως απλά δεν πρέπει να περπατάω σε χαλιά. Μα το ‘χω συνήθειο να μένω ξυπόλητος κι αν πατήσω στο πάτωμα θα μου φωνάζεις: “Τώρα σφουγγάρισα!” Πες μου. Δεν ξέρω κι αν δεν το πεις, δε θα μάθω. Στα μάτια σου γυαλίζουν αβεβαιότητες και διαθλούνται φοβίες. Δικές σου, δικές μου, δεν ξεχωρίζω -κι ούτε έχει σημασία γι’ ανθρώπους που μοιράζονται ένα σεντόνι. Πες μου.   Αν και οκλαδόν, δεν διαλογίζομαι. Κάτι τέτοιο θ’ απαιτούσε συγκέντρωση που εμφανώς για την ώρα δεν έχω. Δυο μαξιλάρια, σκεπάσματα κι έπειτα εσύ, στην άλλη άκρη, άγρυπνη Ωραία Κοιμωμένη. Είναι η σιωπή σου όμως που μας χωρίζει. Εντάξει, ίσως είναι η δική μου αφέλεια. Καλές προθέσεις είχα ο καψερός. Δε μου αξίζει να σπάω το κεφάλι μου. Πες μου. Μου γνέφεις όχι και διπλοκλειδώνεις τα χείλη. Να τρέχω γι’ αντικλείδια μέσα στη νύχτα δεν

Το Ποτήριον Τούτο

Πιοτί πικρό το πείσμα. Και δεν τα μπορώ καθόλου τα πικρά! Γι’ αυτό κι όποτε με προκαλούνε να το πιω, στύβω στα κρυφά και λίγο εγωισμό μέσα. Όχι πως γίνεται καλύτερο, απλά ξεγελιέμαι και το καταπίνω. Αψύ, καυστικό, μ’ ανακατεύει. Αυτοστιγμεί το χιλιομετανιώνω. Όμως δεν πρέπει να τ’ αφήσω να φανεί, αλλιώς άδικος κόπος. Και το στοίχημα θα χάσω και θα με πούνε ξενέρωτο. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς υπάρχουν άνθρωποι που το αντέχουν. Σαν αδειάσει το ποτήρι, με κοιτάει ο άλλος μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο να σχηματίζεται, αιχμηρό, αυτάρεσκο. Γέρνει πάνω από την μπάρα: “Δυο απ’ το ίδιο”. Ιδρώτας κρύος στη ράχη κι οι κρόταφοι βουίζουν. Κάνω να τους ανακουφίσω με τ’ ακροδάχτυλα. Το βλέπει, σηκώνει το φρύδι, το σκέφτεται κάπως: “Διπλά”, διορθώνει την παραγγελία. Ταυτόχρονα σηκώνεται όρθιος, συμμαζεύει το παντελόνι, ρουθουνίζει μια-δυο κι ανακοινώνει πως επιστρέφει. Τον παρακολουθώ που, διασχίζοντας το πλήθος, κατευθύνεται στις τουαλέτες. “Γιατί;” ψελλίζω και εκπνέω παρατεταμένα, να αδειάσω

Σπασμένο Τζάμι

Οι ουδέτεροι παρατηρητές εκλιπαρούν για αποκλιμάκωση. Όλοι απεύχονται γενικευμένη σύρραξη. Δεν την αντέχει το σαλόνι! Διαμεσολαβητές απεργάζονται κάποια διπλωματική πρωτοβουλία. Μες στον αχό τα λόγια σκορπίζονται. Μες στην οργή τα ώτα κωφεύουν. Τα χείλη ανοιγοκλείνουν μάταια κάτω απ’ τη σκιά της υψωμένης γροθιάς. Δε μας ακούνε, πρέπει να πάμε πιο κοντά. Διστάζει εκείνος. Πρέπει! Αν όχι εμείς, ποιοι; “Θέλεις αλήθεια να μπούμε στη μέση;” ρωτάει με φωνή ασθενική, όλο ρήγματα. “Ποιος θέλησε ποτέ να είναι στη μέση;” απαντώ και κινώ μπροστά. Εκείνος δεν θα ‘ρθει. Δεν μπορεί να διαβεί το χείμαρρο τα δάκρυα. Τον αφήνω προς ώρας, έγνοιες άλλες πρωτεύουν. Σημαία λευκή η φανέλα μου και κράνος γαλάζιο –σαν τον πρωινό ουρανό που υπόσχομαι εφεξής ν’ αγναντεύω- καλές προθέσεις. Δεν είναι άγνωστη η αποστολή, δυστυχώς. Άγνωστοι είναι οι εμπόλεμοι. Άγνωστοι γιατί για καιρό δε νοιάστηκαν να θυμηθούν την παλιά αμφικτιονία. Απομονώθηκαν για χάρη ενός εγω-πυρηνικού προγράμματος –για ειρηνικούς σκοπού

Διακρίνουσα

Στις υψηλοβάθμιες εξισώσεις της ζωής οι σταθερές που ανακαλύπτεις σου λύνουνε τα χέρια. Γιατί ξέρεις πως σε κάθε περίπτωση μπορείς να βασίζεσαι πάνω τους. Έτσι είσαι ελεύθερος και ξέγνοιαστος να τρέχεις ξοπίσω απ’ τις απροσδιόριστες μεταβλητές. Τσαχπίνες βλέπεις, με τη γοητεία του άγνωστου, ανάλαφρες, πολυώνυμες νεράιδες. Κι όσο εσύ τις κυνηγάς, δώσ’ του αυτές ξεφεύγουν, μ’ ένα γελάκι πονηρό, πνιχτό που παραπάνω σε πεισμώνει. Δεν θα γινόταν το κυνήγι αν δεν είχες κάπου να πατήσεις. Αδιαμφισβήτητα. Ποσώς σε νοιάζει. Δεν σου περνάει καν απ’ το μυαλό έτσι συνεπαρμένος που ‘σαι απ’ την αδρεναλίνη της αναζήτησης. Αρκεί που έχεις να πατήσεις. Οι σταθερές αντέχουν. Χαίρονται που βοήθησαν. Καμαρώνουν που πέτυχες. Γι’ αυτό άλλωστε τις ονομάζεις σταθερές. Μα μέσα τους πυρώνουν. Τους πιάνουν τα υπαρξιακά τους. Αχ και να ‘ταν μεταβλητές! Ίσως ξοπίσω τους να μην έτρεχες. Θα έδειχνες όμως ένα x ενδιαφέρον. Ένα βλέμμα αναγνώρισης αρκεί. Εντωμεταξύ πάλι τηλεφωνείς να βοηθήσουν με μεταβλητή καινούργια.

Ante Portas

Είναι, που λες, μια πόρτα που στέκει μονάχη στο κενό, σαν να αιωρείται. Αν και καιρό πολύ εδώ, τώρα την παρατήρησες. Τριγύρω τίποτα άλλο, όσο το μάτι βλέπει. Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις, οπότε και με δαύτη αυτό λογικά θα πράξεις. Λογικά… όσο λογική μπορεί να έχει η σκηνή όπου μια πόρτα αιωρούμενη καταμεσής στο έρεβος σε προσκαλεί να τη διαβείς! Τι υπάρχει από πίσω δεν ξέρεις, αλλά ελπίζεις να είναι κάτι ομορφότερο από την τερατώδη κενότητα. Τερατώδης; Δεν ήταν έτσι πριν εντοπίσεις την πόρτα. Βασικά, δεν ήταν καν κενότητα. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο, πληρότητα. Πληρότητα αφοπλιστικά καθησυχαστική.  Πώς και δεν την είχες προσέξει νωρίτερα; Το κεφάλι ξύνεις, ακόμη άτολμος. Μετά το πηγούνι – αυτό κάνεις πάντα όταν σκέφτεσαι σοβαρά. Και τι αλλάζει σάμπως με μια πόρτα; Μπορείς κάλλιστα να της γυρίσεις την πλάτη ή να κατεβάσεις το κεφάλι ή να κλείσεις τα μάτια ή να χτυπήσεις τα δάχτυλα ή να μουρμουρίσεις μια προσευχή… Μπορείς; Η πόρτα αυτή μοιάζει πεισματάρα. Μπα, ο πεισματ

Ο Βασιλιάς της Σκόνης

Σήμερα ξεσκόνισα τη βιβλιοθήκη μου. Ξέρεις το έπιπλο που έχεις σ’ ένα δωμάτιο και το φορτώνεις βιβλία να λες πως διαβάζεις. Πώς κάνεις με το σκρίνιο και τα κρυστάλλινα ποτήρια; Κάπως έτσι, αλλά στο πιο εγκεφαλικό! Τι κι αν έχεις να βγάλεις ποτήρια από τις προθήκες από τον αρραβώνα και δώθε! Είναι εκεί να γυαλίζουν αυτάρεσκα κι αν μπει ποτέ κανένας άνθρωπος σπίτι μπορείς πάντα να στρώσεις να πιει σε κρυστάλλινα! Δε θα το κάνεις, αλλά μπορείς κι αυτό περιέργως σε φουσκώνει περηφάνια. Είναι το λοιπόν τα βιβλία στα ράφια ποτήρια κρυστάλλινα. Είναι εκεί να τα διαβάσεις σαν έρθει καιρός. Είναι μπελάς να ξεσκονίζεις βιβλιοθήκες. Δεν είναι το ανέβα-κατέβα, ούτε το πάνω-πάνω ράφι που είναι ψηλό να το φτάσεις με την καρέκλα και ποιός θυμάται τώρα που είναι η σκάλα. Δεν είναι καν η ίδια η σκόνη που σε κάνει να φταρνίζεσαι. Είναι οι ράχες των βιβλίων που τους έλειψε τ’ άγγιγμα. Γέρνεις το κεφάλι ίσαμε τον ώμο να διαβάσεις τίτλους. Τι κάνει αυτό εδώ; Είχα ποτέ μου τέτοιο πράγμα; Αφήνεις το ξε

Έπεα Πτερόεντα

Στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας είναι μια μάινα, πολυλογού και φλύαρη. Με κάνει να γελώ. Όχι σα λέει βρωμόλογα, που ξέρει μπόλικα –σιγά που δε θα ‘ξερε- αλλά όταν βάζει τους νέους νοικάρηδες που αγνοούν την παρουσία της να τρέχουν να προλάβουν μιμούμενη συναγερμό, τηλέφωνο, κουδούνι… Το ξέρω, δεν θα ‘πρεπε να γελώ με τα παθήματα των άλλων. Ίσως θα πρεπε ν’ αντιπαθώ τη μάινα που φέρνει τους μπελάδες και μ’ έχει αφήσει άυπνο πάμπολλα μεσημέρια. Μ’ ελαφρύ μειδίαμα, θυμάμαι πώς την πάτησα νεοφερμένος στο τετράγωνο. Αλλά, που να με πάρει, τη συμπαθώ, ίσως και τη θαυμάζω. Απ’ όλους μας τριγύρω είναι η μόνη που έχει το θάρρος της γνώμης της. Θα σου τα πει, είτε θέλεις να τ’ ακούσεις, είτε όχι. Κάποιοι περαστικοί δοκίμασαν να την περιγελάσουν πιάνοντας τάχα κουβέντα. Τους ειρωνεύτηκε στυγνά, με το ίδιο υπεροπτικό υφάκι. Βάλανε κι αυτοί τα χέρια στις τσέπες, σκύψανε το κεφάλι και φύγανε μουρμουρίζοντας: «Παλιόπουλο, εγώ φταίω που ασχολήθηκα!». Εσύ βέβαια. Ποιός άλλ

Ένα Παιδί Με Τρώει Άστα

Είπα δε θα μιλώ πολύ γιατί είναι τα λόγια φτώχεια. Να μοιάζω στοχαστικός, σοφιστικέ πίσω απ’ τα γυαλιά μου. Είπα θ’ ακούω ό,τι μου πουν, φρόνιμος, καθωσπρέπει – ή έστω θα κουνώ το κεφάλι συγκαταβατικά να μοιάζω πως το κάνω, που ‘ναι συχνά το ίδιο. Είπα τα χέρια δε σηκώνω, δεν είμαι δα χειρώνακτας να τα γεμίζω σκόνη. Αλάτι ο γιατρός μου το ‘κοψε, αν θέλω την καρδιά μου. Έμαθα να μην το ζητώ κι ας μοιάζουν όλα άνοστα. Ποιος παίρνει τέτοιο ρίσκο; Τα λουλούδια στο βάζο του γραφείου δεν ευωδιάζουν. Συνάχι μου είπαν. Μάλλον κρύωμα, μπορεί κι αλλεργία. Βουλιάζω αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου. Τρίβω το γενάκι όπως πάντα όταν είμαι αμήχανος. Μεγάλωσε και θέλει ξύρισμα. Ξυράφι καινούργιο, αφρός, after shave. Μεγάλωσα και θέλω συγύρισμα. Αρχείο καινούργιο, καπνός, auto save. Déjà vu! Χμμ… ποιόν κοροϊδεύω; Ρουτίνα. Μα για στάσου, τ’ ακούς κι εσύ; Ντριν, ντριν. Κουδούνισμα. Μια φορά στο κινητό ξυπνητήρι δεν είναι. Μοιάζει με κάτι γνώριμο, οικείο. Τον ξέρω τον ήχο. Θαρρείς πλησιάζει. Ντριν, ντριν. Ντ

Άρση Γραφών

Γράφω συχνά-πυκνά. Ώρες μικρές, μεγάλες αράδες. Θαρρείς θα είχα αδειάσει. Αντ’ αυτού φορτώνομαι κι άλλα. Δεν ξέρω πώς γελιέμαι. Γράφω ν’ αλαφρύνω, να ‘μαι κομψός, ν’ αρέσω στις κυρίες, όμως κάθε φορά βαρύτερος καταλήγω. Περίεργος μεταβολισμός! Γιατί –να στο σταυρό που σας κάνω- δεν τρώω και πολύ. Ίσα που κολατσίζω. Η ζυγαριά δε με συμπαθεί γι’ αυτό κι εγώ δεν της μιλάω. Το βάρος μου όμως το ξέρω κι έτσι. Κάθε που γράφω το λοιπόν το άτιμο αυξάνει! Το νιώθω σαν τα γυαλιά αργοκυλούν στην ιδρωμένη μύτη, σαν τα δάχτυλα πληκτρολογούν με κρότο κι ο δρομέας καρδιοχτυπά μετά από πιλάλα. Αντιδιαισθητικό, ε; Πώς γίνεται ν’ αποθέτεις κομμάτια εαυτού κι όχι μονάχα να μη ξαλαφρώνεις, αλλά να νιώθεις διπλός και τρίδιπλος; Εμένα θα μου πεις; Σε ενδοκρινολόγο έφτασα μην είναι ο θυρεοειδής και φάρμακα με σώσουν. Τζίφος! Θηριώδης, ήταν η διάγνωση, αλλά δεν είμαι σίγουρος πoιο όργανο εξέτασε. Δεν σπούδασα εγώ γιατρός –σάματι αυτός που σπούδασε, είδαμε τα χαΐρια του. Είπα να πάρω βότανα μήπως αυτά κάνουν δ

Ο Γητευτής των Ελλόγων

Ξέρεις ποιο είναι το ανυπέρβλητο πρόβλημα με τις λέξεις; Με τον καιρό ξεθωριάζουν! Μένουν συνήθειες… κι ύστερα πρόθεση… μετά σιωπή… τέλος κενό. Αν κάτσεις να το σκεφτείς, μια ανάστροφη κοσμογονία. Μα για κάποιο λόγο, απροσδιόριστο, ποτέ δεν κάθεσαι. «Συνήθεια», θα πεις δικαιολογούμενος. «Σαν τι γυρεύεις να κατορθώσεις πάντα στεκούμενος;» θα ρωτήσω έπειτα. «Αγνές οι προθέσεις μου!» θα βιαστείς να με καθησυχάσεις. «Αλήθεια;» θα επιμείνω, τάχα αδιάφορα. Δε θα μιλήσεις, μα θα πνιγείς σε ένοχη σιγή. Θα αποστρέψεις τα μάτια έντρομος μη κάποια νέμεση κρύβεται στα δικά μου. Αμ δε! Θα ‘ναι κενά και άδηλα, πάνθωρα και ολογνώστες. Απορείς. Ίσως θαυμάζεις κιόλας. Αναμενόμενο. Για να προλάβω, ενορατικός σίγουρα δεν είμαι. Αν κάποιο χάρισμα έχω –και το λέω για να μη νιώθεις άσχημα εσύ- είναι η αθόρυβη σκέψη. Έτσι κατάφερα να κρυφακούσω που το ‘λεγαν η μια στην άλλη. Κουβεντιάζουν ψιθυρίζοντας σαν βρεθούν σ’ ομήγυρη εμπιστοσύνης. Λένε κι άλλα πολλά, κουτσομπολεύουν, χαχανίζουν. Κι εκεί που αποφαίνομα

Ο Αγκώνας Μου

Το κεφάλι που και που θέλει υποστύλωση. Γίνεται, βλέπεις, βαρύ από τις σκέψεις – ή χειρότερα, την απουσία τους. Και του ταλαίπωρου λαιμού τα έδρανα δεν επαρκούν πάντα δυστυχώς. Τι να σου κάνει κι ο άτλαντας; Τιτάνας μεν, αλλά ξέρει να βαστά απλώς τον θόλο. Εδώ ωστόσο μιλάμε για θολό! Διαφορά μεγάλου βάρους –ενός τόνου για την ακρίβεια. Δε θέλεις, σαφώς, να γκρεμίσει. Γιατί, όσο κι αν δε του φαίνεται έτσι που στέκει απαθές εμπρός στο φωτεινό πανόραμα, όλο και κάπου θα φανεί χρήσιμο – ή τουλάχιστον αυτό ελπίζεις. Απεργάζεσαι, λοιπόν, σχέδια να το γλυτώσεις από την επερχόμενη κατάρρευση που το απειλεί. Σχέδια. Στατικά. Μηχανικά. Σύγκρυο σε πιάνει κι αναριγάς στην αντήχηση αυτών των λέξεων. Γιατί δεν ξέρεις. Πώς θα μπορούσες; Ίσως να ‘ναι που, όποτε χρειάστηκε να μελετήσεις για το πολυτεχνείο της ζωής, διάλεγες πάντα την άλλη οδό, τη φιλοσοφική. Ίσως και όχι. Δεν έχει άλλωστε σημασία. Σημασία έχει το σχέδιο κι προ πάντων ο σκοπός. Σκοποφιλία. Σαν όλες τις φιλίες, είναι σχέση εξάρτυσης –

Για Ανεμόμυλους κι Αναζητήσεις

Ερωτηματικά φεγγοβολούν τροχιοδεικτικά στην άβυσσο της διάνοιας. Καθώς το έρεβος αναστέλλεται στιγμιαία, μια φευγαλέα ματιά γεννά θαυμαστή απορία. Τα κλάματα του νεογέννητου αντηχούν στο χάσμα. Γεννημένο στο σκοτάδι, φοβούμενο το σκοτάδι, το δολερό και μοχθηρό. Θα αναλάβει την αναζήτηση για τη γνώση ως αυτό που είναι: ένα παιχνίδι. Τίποτα παραπάνω, τίποτα το ευγενές. Ένα παιχνίδι που φτιάχτηκε, όπως φτιάχνονται συνήθως τα παιχνίδια, για ν' αντιπολεμήσει κάποιο προαιώνιο φόβο. Κι αν τα ζοφερά ερπετά της αδράνειας τολμήσουν να φιδογυρίσουν ως το λίκνο, ηράκλεια χέρια νηπίου θα τα πνίξουν και θα τ' αφήσουν ξέψυχα σε μια μόλις στιγμή. Ένα χαμόγελο έπειτα, τόσο θερμό, τόσο καθάριο που θα ενθαρρύνει όλα τ' αδέρφια των θαμάτων να ξεπροβάλλουν απ' τις σκιές και να σταθούν μαζί ως ένα ενάντια στους πανίσχυρους ανεμόμυλους. Επάγρυπνοι, επαναστάτες, επινίκιοι. Το ιστολόγιο Quixotic Quests ασχολείται με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Είναι μια πρόσκληση, όχι απαραίτητα να α