Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άμα Εν Αγκάλαις

Δεν μου μιλάς κι έχεις βουρκώσει. Ανάθεμά με, τι έκανα; Ειλικρινά δεν ξέρω. Κοιτάω χαμένος που για μια ακόμη φορά τράβηξαν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μου. Συχνά συμβαίνει και ίσως πρέπει να το κοιτάξω. Ή ίσως απλά δεν πρέπει να περπατάω σε χαλιά. Μα το ‘χω συνήθειο να μένω ξυπόλητος κι αν πατήσω στο πάτωμα θα μου φωνάζεις: “Τώρα σφουγγάρισα!” Πες μου. Δεν ξέρω κι αν δεν το πεις, δε θα μάθω. Στα μάτια σου γυαλίζουν αβεβαιότητες και διαθλούνται φοβίες. Δικές σου, δικές μου, δεν ξεχωρίζω -κι ούτε έχει σημασία γι’ ανθρώπους που μοιράζονται ένα σεντόνι. Πες μου.
 
Αν και οκλαδόν, δεν διαλογίζομαι. Κάτι τέτοιο θ’ απαιτούσε συγκέντρωση που εμφανώς για την ώρα δεν έχω. Δυο μαξιλάρια, σκεπάσματα κι έπειτα εσύ, στην άλλη άκρη, άγρυπνη Ωραία Κοιμωμένη. Είναι η σιωπή σου όμως που μας χωρίζει. Εντάξει, ίσως είναι η δική μου αφέλεια. Καλές προθέσεις είχα ο καψερός. Δε μου αξίζει να σπάω το κεφάλι μου. Πες μου. Μου γνέφεις όχι και διπλοκλειδώνεις τα χείλη. Να τρέχω γι’ αντικλείδια μέσα στη νύχτα δεν με λυπάσαι; Αν χρειαστεί θα το κάνω. Το γνωρίζεις και δεν αμφιβάλλεις. Πάντα έτρεχα να βρω αυτό ή το άλλο σα το ζητούσες ή και προτού. 
 
Συγγνώμη ζητάω προκαταβολικά. Συγγνώμη που δεν καταλαβαίνω. Θα ‘πρεπε σίγουρα. Έλα που όμως σα κυλάνε τα δάκρυα αποσυντονίζομαι. Αμήχανος στέκω, αθώο παιδί που πρωταντικρίζει του κόσμου τα μικρά παράξενα θάματα. Συνεχίζω να ζητώ απόκριση, ανακλαστικά σχεδόν. Δεν είναι ώρα για αρνήσεις και άρρητα. Δεν είμαι σε θέση να τ’ αποκρυπτογραφήσω, πώς το λένε; Αν ήταν άλλοτε, αλλού, ξέρεις πως με συναρπάζει ένας καλός γρίφος. Πες μου. Ανάβεις τσιγάρο γιατί θεωρείς ότι ο καπνός εξαγνίζει. Εγώ ανέκαθεν ήμουν σίγουρος πως καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει. Άρα για να καπνίζεις κάτι σε καίει. Αφού έτσι είναι, καρδούλα μου, γιατί επιμένεις να σιωπάς; 
 
Βλέπεις πως να υποχωρήσω δεν προτίθεμαι. Σ’ αρέσει να παρακαλάω, ε; Αυτό είναι; Στο πρόσωπο ζωγραφίζω θλιμμένο χαμόγελο, υπερβολικό, γκροτέσκο. Μειδιάς. Πρόλαβα και το είδα κι ας απόστρεψες το υπέροχο κεφάλι τάχα να ξεπιαστεί ο λαιμός απ’ την υπερένταση. Σβήνεις αποφασιστικά το τσιγάρο. Αναθαρρεύω. Είναι γνωστό τοις πάσοι πως τις ομερτά τα χαμόγελα τις σπάνε. Χαμογελάω κωμικά περίλαμπρος. Θα μου πεις; “Έλα εδώ, βρε κατεργάρη!” Αγκαλιά. Τώρα πια δεν φοβάμαι μη μου τραβήξουν το χαλί, γιατί απλά σε κάποιο κρατήρα στο φεγγάρι βολτάρω. Ξυπόλητος πάντα. Πες μου πως δεν σφουγγάρισες κι εκεί. Αγριοκοιτάς μ’ ανασηκωμένο το φρύδι. Τι έκανα πάλι;

Σχόλια