Στόχοι. Μακρόπνοος. Αέρας σηκώνεται. Κι αν κάποτε ήταν δροσερός, τώρα ρίχνει χαστούκια. Μάγουλα τύμπανα τανυσμένα ενός ρυθμού οργίλου. Δίνει φτερά και σπάει κόκκαλα. Αναστροφές μανιώδεις. Ιταμές χαμαιωρήσεις. Πτήσεις και πτώσεις. Γενικές ναι, δοτικές όχι. Όσες είδε ο Όρβιλ. Όσες ο Όργουελ πρόβλεψε. Αρκετά ψηλά για ν’ ανασάνεις μισό χαμόγελο στ’ ανέβασμα, πριν ανελέητος ο γδούπος του εδάφους, που σβουριχτό επιταχύνει ως τη μούρη σου, τα δόντια σου σπάσει. Η ζάλη που νιώθεις, δεν είναι ο ίλιγγος του ύψους. Είναι η διάσειση απ’ τα γκρεμίσματα. Αδιαφορείς. Ανέφελους αιθέρες ζητάς και τα ρουθούνια σου πάλλονται. Κι ας μη τους βρήκες. Ως τώρα. Προδιαθέσεις. Δε νιώθεις ασφαλής εδώ. Ούτ’ ολόκληρος. Πόσο μάλλον ωραίος. Τριξίματα ακούς. Σηκώνεται σκόνη. Κάτι υποχθόνιο αναδύεται. Το νιώθεις στις δονήσεις. Η γης ζητά πατήματα και δένει τους φυγάδες. Με κάθε αγεωμέτρητο βήμα, που άλματος μοιάζει πρόδρομος, στους αστραγάλους καταβολάδες φιδογυρίζουν σβέλτες. Λαβύρινθοι πολυσχιδείς φυτρώνουν όπου λ