Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι Γραμμές Τρέχουν Βαθιά

Υπάρχει κάτι που κρατά τον κόσμο σου ακέραιο και συμπαγή. Πάνω στις χαρακιές σου έρπει βαρύ και τους νευρώνες διεγείρει. Να γίνουν σίδερα καυτά να λιώνουν ό,τι αγγίζουν. Να γίνουν ηλεκτρόδια έτοιμα για κολλήσεις. Κι όσο εσύ αμφιγνωμείς, στοχάζεσαι, θαυμάζεις, εκείνο ακούραστα αειφόρο σχέδιο επιτελικό εφαρμόζει. Των λογισμών σου όλα τα αταίριαστα κομμάτια -ψελλίσματα, μουδιάσματα, εικόνες- σε σχήμα γνώριμο και πρακτικό τα σφιχτοδένει. Με ακρίβεια και διακριτικότητα ζηλευτή. Πού ‘ναι μετά να πάει ή από πού έχει περάσει ήδη δε γνωρίζεις. Ποτέ δεν το συνάντησες επί τω έργω. Ούτε και πρέπει. Να’ σαι απλά ευγνώμονας που δεν τα παρατάει. 

Μονάχα έτσι μπορεί το σύστημα της ύπαρξης περήφανο και ασφαλές να καταπλέει για το μεγάλο το ταξίδι των πάντων και των ύστερων. Με τα λιμάνια του διάστικτα στην οικουμένη χρυσές πινέζες κι όλες τις ρότες αναμετάξυ τους κόκκινο σπάγκο. Πλώρη με δουλεμένη αυτοπεποίθηση να βάζει, ακόμα και για πλεύσεις που αδύνατες λογιούνται. Ταυτόχρονες, τεθλασμένες, αντίρροπες. Χωρίς σε θραύσματα μυριάδες να σκορπάει του ασύντακτου. Χωρίς να μεταλλάσσεται χειμερικά μέχρι να καταλήξει ξένο. Μα ως μια σφαίρα φλόγινη ανέσπερου φωτός να παραμένει. Περίλαμπρη να αιωρείται παλλόμενη ανάμεσα στη στέρφα, αχανή απεραντότητα της πάμψυχης γνώσης. Ανέμελη πυγολαμπίδα. Βαθυσκάφος ατρόμητο. Σκασίαρχος πλανήτης, αστέρι παρολίγον. 

Εδώ είναι φως και κάπου εκεί έξω, σκοτάδι ζοφερό, ζηλόφθονο. Έτοιμο τα παγωμένα του πλοκάμια να απλώσει και να τσακίσει τον βλάσφημο αντιρρησία που τολμά και μάχεται την αποσύνθεση. Το πλέγμα που διασώζει τούτο το πεισματάρικο ενδιαίτημα απ’ την κατάρρευση είναι πυκνό και άναρχο κι ιδιοφυές. Τεχνολογία προγονική, αλλόκοσμη. Ως τον πυρήνα τρυπώνει κι ως τις παρυφές της θερμόσφαιρας σκαρφαλώνει. Συνδέει κάθε αποτύπωμα συνειδητότητας με κάθε άλλο. Πέρα απ’ το χρόνο και τα εκάστοτε σημεία. Κρυπτογραφεί επιμελώς ένα μήνυμα με δημόσιο κλειδί το όνομά σου. Τι να σου κάνει όμως ένας ηλίθιος γρίφος μπροστά στον άμεσο κίνδυνο της ολικής απάλειψης; 

Το πανόραμα, όπως κι αν πλέχτηκε, τελειώνει κάποτε. Ωστόσο δεν περνάς αμέσως στις σιωπηρές στραγγάλες της απώτερης αβύσσου. Μια άχλη απλώνεται ενδιάμεσα. Γλυκιά, θαμπή και λάγνα. Ίσα να σβήνει τα κοφτερά μεταίχμια. Που αίμα θα σέρναν στο περίγραμμα αν μένανε γυμνά. Μα τα αραχνοΰφαντα είναι πειρασμός που έξαψη κι αποκοτιά γεννάει. Κι ενώ κανονικά θα είχες αναδρομήσει, εμπρός σε σπρώχνει ο πόθος. Ξυράφια προκρούστεια του Όκαμ. Εξίσου χρήσιμα σε μπαρμπέρηδες καλλιτέχνες που μυρίζουν φθηνή κολώνια χύμα και σε στυγνούς λαρυγγοκόφτες που λάσπες και σαπίλα ζέχνουν. Στο διάβα στριγγλιές, τριγμοί και μετανιώματα. Κόβεσαι. Κόσμος καινούργιος πια. Ο κόσμος που ήταν πάντα.


Σχόλια