Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2022

Ντάμα Κούπα

Δεν έμαθα στα λόγια μου να ρίχνουν στην καρδιά. Κι έτσι δεν βυθίζονται, στο νου εξοστρακίζονται και μένουν στα ρηχά . Γιατί κακώς θεώρησα καθώς τα βαθμονόμησα πως, ψηλά ώστε να φτάσουν, ψηλά να βλέπουν πρέπει. Όσα αξίζουν να σωθούν, στον άνεμο σα απλωθούν, θα βρουν ανάσα και φωνή και σάλπιγγα χρυσοδιπλογυριστή για ν’ αναγγέλλουν έπη. Ενώ τα λοιπά περίλυπα, έχοντας λοξεύσει χάμω, θα πνίγονται σε λάσπες, θα σβήνονται στην άμμο. Μοιάζει έφοδος μελετημένη. Αδιαφορεί ωστόσο ο απείθαρχος πύργος που ολοένα τα δέοντα λάβαρα υφαίνει. Απ’ των κεραυνών το ηλεκτρικό γαλάζιο απαστράπτων. Ο γεμάτος κλαγγές από τιτάνια γρανάζια λογισμών και πραγμάτων. Το χτύπημα μεσόστηθα, απ’ όταν το πρωτογνώρισα, δεν το ‘βρα ευγενές. Να μη στοχεύω χαμηλά, κάτω απ’ τη μύτη του ντουνιά, όχι μονάχα δίκαιο, μ’ απλό και προφανές. Έτσι χωρίς προσκόμματα, με λίστες και ονόματα, βαριά και κατακούτελα αμόλαγα βολές. Μα το κεφάλι δεν γνωρίζει τι θα πει εξημέρωμα κι ό,τι μοιάζει να ουρλιάζει πάντα λύκο το φωνάζει κι αμπαρώνε

Σχεδόν Συνεπώνυμος της Ώστην

Ο νους που συγχύζεται μονοφυσίτης. Χωμάτινο σώμα ή πύρινο φάντασμα. Στο ένα ή στ’ άλλο διαλέγει να στέκεται, θέσεις απλοϊκού διακόπτη. Στην τραχιά γη σαν πατά με πατούσες χαλύβδινες κι οι δρασκελιές του οργώνουν κακοτράχαλα χώματα, μετρά τον κόσμο σε μόδιους σιτάρι. Σπυρί το σπυρί συνάζει το δρέπος, σκαθάρι του ήλιου κι εντελής Σίσυφος. Απεναντίας, σαν σχίζει αιθέρες μακάριους, με φτερούγες μελιού και χέρια απλωμένα να υφαίνουν ασημοκέντητα νέφη, μετρά τον κόσμο σε ανάσες δροσιάς. Αιώνες κι αιώνες σκορπά τους ανέμους, σταχτοτσικνιάς και Ίκαρος αιέν υψικράτης. Μα οι δυνάμεις του λόγου τριπλές και διάχυτες. Αντάμα κι οι τρεις. Ειδαλλιώς άνοια.  Ο λόγος ο πράγμων έχει τη δύναμη τη λεκτική. Τις πρώτες ύλες με διάκριση κι επιμέλεια συνάζει και τακτοποιεί σε οψοθήκη ευρύχωρη και μυρωδάτη. Ξέρει πού να τις ψάξει, πώς να τις μαζέψει και τι επίγευση μπορούν να δώσουν. Οι ύλες μονάχες τους δεν έχουν σχήμα ταιριαστό, ούτε πάγια αποστολή. Έτσι κανένας δεν φουρνίζει ακόμα. Άρτια αρχή, μα το ένα τρί

Ολόκληρο

Ένα μεγάλο μπράβο για όσους περατώνουν ιστορίες. Δεν είναι εύκολο την τελευταία ανάσα να τραβήξεις και στην αφόρητη ησυχία του μετά να καταπλεύσεις. Ν’ αφήσεις τύχες που κράταγες στα χέρια σου, κατά τις μυριάδες της πλάσης εποχές, να περπατούν ορφανές και ξεκαπίστρωτες σε μέρη που δεν έφτιαξες και που ο νους σου δεν ορίζει απολύτως. Σε ξένα σμιχτόφρυδα να υποκλίνονται. Να πλένονται σε ποταμούς δακρύων που δεν αρδρεύσανε τα μάγουλά σου. Κι εσύ να μη τις ματαδείς. Ποτέ όπως τότε που έξω τις τράβηξες απ’ τη μήτρα του αφάτου. Και σχήμα τους έδωσες να έχουν, να κυλούν και να γυαλίζουν. Θέλει ψυχή την τελευταία λέξη να αρθρώσεις. Στιβαρά μα με αβρότητα. Χωρίς πένθιμη οργή και τύψεις σπαρακτικές που βασανίζουν τους νοσταλγούς ή τους αγύρτες. Στον πειρασμό της αέναης ανασκευής ν’ αντισταθείς. Πορεία να χαράξεις στον αυτόκτιστο λαβύρινθο. Μ’ όλα τα νήματα που έδεσες στον μίτο , ώσπου ξετύλιχτος τελείως ν’ απομείνει. Μα όχι άλλα που χυδαία και αχόρταγα το μήκος επεκτείνουν. Μπορεί να πιστεύεις

Μνήμη Ανάγνωσης Μόνο

Όταν το μυαλό έχει δέσει κόμπους, περπατήσει δρόμους κι ανακαλύψει τη φωτιά του, σπίθες επικίνδυνες πετάει, μα καίει με τάξη. Όταν κάθε απόκριση έχει στηθεί γέφυρα λιθολαξευτή που ενώνει το ρητό με τ’ αντικατόπτρισμά του, ξέγνοιαστος ο ειρμός στα βαθιά βουτάει πριν σε γνωστά λημέρια αράξει. Όταν οι κορμοί στα δέντρα της νόησης φράχτης πυκνός έχουν γίνει, χορεύουν φυλλωσιές του γνώριμου με τη φλογέρα του αθανάτου. Όταν ο αέρας, όπου κι αν φυσάει, δεν γυρίζει βέλη, μα μπορεί αν θέλει να αλέσει στάχυα σκέψεις να ταΐσει τη γενιά του, γλυκό ψωμί να φάει βρίσκει η έκφραση στο τραπέζι του αφάτου.  Μα αν κάπου αλλού καταιγίδα φριχτή σε έχει ξεβράσει. Δυστυχώς μακριά απ’ όσα θέλεις τριγύρω να σου κρατούν συντροφιά. Πιότερο η γυαλάδα στα μάτια θα σε εξυπηρετήσει απ’ την υψωμένη γροθιά. Πάλι θα στήσεις τον κόσμο που έχασες. Πάλι για πρώτη φορά. Κι ήρωες φίλοι θα ‘ρθούνε να ψάξουν μ’ αγγίγματα κοστούμια και σκηνικά. Θα ‘ναι καινούργια και άγνωστα. Θα ‘ναι παλιά και γνωστά. Βόλτες με απίθανα πισω

Φωνές και Διαθέσεις

Ώπα, πήρες φόρα και ποιος σε πιάνει τώρα. Σε λίγο θα ξεσπάσει εκτός θέματος μπόρα. Φίτζετ-σπίννερ γυρίζει και η καρέκλα άδεια. Για να ‘μαι ειλικρινής, είχα δει τα σημάδια: Ανήσυχο πόδι, μουτζούρωμα σελίδας, σπασμένες μύτες από μολύβια ξυσμένα μέχρι ακίδας. Σχόλια αντιπερισπασμός, οβίδες κρότου-λάμψης, ρωτάς για τα πάντα αρκεί να μη γράψεις λέξεις στη λίστα που σε παρακαλάω, λίγες μονάχα ακόμα ώστε σπίτι να πάω. Πονάω που πρέπει πίσω στον ειρμό να σε σύρω, τον αργό και τον άχρωμο, τον ευθύ και τον λίγο. Μην κοιτάς φρύδια που σμίγω, κατά βάθος γουστάρω, θα απαντήσω σ’ όλα μια ανάσα αν πάρω.  Για κάθε φράση μου σκάβεις στο τετράδιο τάφους. Το μολύβι περίστροφο που απειλεί τους κροτάφους. Πονάει ο καρπός και η χούφτα μέγγενη σφίγγει, κάθε υπόδειξη σε πανικό καταλήγει. Καταιγίδα στα μάτια, να φυλαχτείς δεν βιάζεσαι. Αστροπελέκια οι γνώσεις τις πιάνεις και τινάζεσαι. Δεν υπάρχει γείωση, άλλη μια σημείωση , ακόμα ένα κρυπτογράφημα να χώσεις στη συντήρηση. Αντίρρηση καμία, μονάχα επανάληψη. Έ

Δεν Ξέρεις να Διαβάζεις

Αυτή εδώ δίπλα είναι μια εικόνα. Δεν έχει σχέση με το κείμενο που ακολουθεί. Όχι τουλάχιστον τη σχέση που νομίζεις στα πεταμένα κλάσματα δευτερολέπτου που χαλάλισες για να την αντιπαραβάλλεις προχείρως με τον τίτλο -γι’ αυτό το ευφυολόγημα θα μάθεις αργότερα, ή, αν δεν το διατύπωσα αρκετά προκλητικό να σε πικάρω, δεν θα μάθεις. Τα χρώματα ωστόσο σου τράβηξαν την προσοχή. Μπορεί να τα διάλεξα γι’ αυτό. Μπορεί να μην τα διάλεξα εγώ. Μπορεί να τα διάλεξε κάποιος που φροντίζει να με διαβάσεις. Έστω για λίγο. Τι δείχνουν και γιατί είναι εκεί αδιάφορο. Σημασία έχει πως σταμάτησες να τα κοιτάξεις.  Τώρα μπορώ να σ’ αρπάξω απ’ το λαιμό και να σου τυπώσω στο κούτελο φαρδιές πλατιές πέντε με οχτώ λέξεις. Άρα ποτέ δεν θα φτάσεις στο κείμενο. Κάπου εκεί στην εικόνα ή τη σχέση θ’ αρχίσεις ν’ αγκομαχάς. Αν από τύχη καθαρή ακόμα συνεχίζεις και κάποιες σημειώσεις υποτυπώδεις κρατάς -χλωμό- θα καρτερείς ν’ ακούσεις για τον τίτλο, γιατί προηγουμένως έγραψα πως θα αναφερθώ σ’ αυτόν αργότερα. Κι αφού πρι

Αντιληπτική Ψυχοβιολογία για Ιδιοκατασκευαστές

Ψάχνουν τα μάτια κομμάτια της ύλης που μάθαν να βρίσκουν στα χρώματα ανάμεσα. Σχήματα που η μνήμη στη δίνη της σμίλης του χρόνου βαστά ευρετά κι ευανάγνωστα. Σπάνια κάποια ταιριάζουν αυστηρές εγκοπές να διαβούν. Τα βλέφαρα σκίζουν, πλαταίνουν οι κόγχες πριν ως ασύμβατα απορριφθούν. Για λίπανση ένα δάκρυ κυλάει να σβήσει γρατσουνιές και σημάδια. Τότε ένας πανούργος τεχνίτης ξυπνάει να αναλάβει σε έκτακτη βάρδια. Σα δεν τα βρει όπως ξέρει κι η εφαρμογή διαφέρει, βάζει μπροστά μηχανές με γρανάζια, πιστά στα γνωστά να τα φέρει. Δόντι στο δόντι μπλεγμένα κι όμορφα αριθμημένα στροφάρουν με θράσος, συνθλίβουν, λυγίζουν όσα σφραγίζονται ξένα . Ευθυγραμμίσεις και συγκοπές. Μεταναγνώσεις, μετατροπές. Επιβλέπει ο δόλιος τις μηχανές που ατμίζουν και τρίζουν στριγκά κατεργαζόμενες το αχανές. Σφίγγουν οι ίνες που δένουν το δέρμα στο τέρμα της τρέψης όπως προβλέπεται. Φλέβες φυτρώνουν και σέρνουν το κύμα στο λήμμα το πρόσφορο που πλέον διέπεται από εδραιωμένους κανόνες. Όχι φρικτούς κυκεώνες που φέρ

Ο Κήρυκας Πρέπει να Πεθάνει

Θέλει το είναι μου να στέκομαι ψηλά. Και το πανόραμα από κάτω να θαυμάζω. Δεν το αντέχω το να μένω χαμηλά. Δεν το μπορώ την στροφορμή στοιχείων να εξετάζω. Μ’ αυτή η απόσταση που χτίζουνε τα ύψη απ’ τις βοές που ενδύονται οι δρόμοι , μπορεί ν’ αλλάζει τους σφυγμούς και τα μεγέθη κι έτσι ελέφαντες να επιτίθενται στη ρώμη. Τότε το σύννεφο όπου στέκομαι επίσκοπος, πασχίζει άδικα το αυτεξούσιο να βαστήξει. Χάνει τα νήματα τα ροδοχρυσαφιά και σαν άγριο άλογο αφηνιάζει να με ρίξει. Πριν καν σκεφτώ να κρατηθώ στο χαλινάρι, μια καταιγίδα τ’ αντικλείδια των πνοών μου έχει πάρει.  Ξυπνώ μ’ αστροπελέκια να κυλάνε μες στις φλέβες. Γράφουν καλέσματα υποδόρια με θάμβους. Φρικτά πονάει το κεφάλι απ’ το πέσιμο και τραγουδά για τους επίγειους θριάμβους. Εδώ που ήρθα δεν ανέχονται κρημνίσεις . Ό,τι πέφτει την καταφρόνηση αξίζει: “Αν τόσο μπέικα την έβγαζες ελόγου σου, γιατί η κεφάλα σου απ’ τα καρούμπαλα σφυρίζει;” Κατάχαμα πώς να μιλήσω για υπερπτήσεις; Και πώς να ομοιάσω τα χαλίκια με αστέρια; Γλώσσα

Αστοιχείωτος

Περνάν οι λέξεις από μέσα μου νετρίνα. Δεν με αγγίζουν κι ας ψάχνουν να με βρουν. Είναι σκιές που καβαλήσανε τον ίλιγγο και να στεριώσουνε σε σάρκα δεν μπορούν. Θερμοκρασίες πολικές κι αν κατεβάσω και σε υπόγεια ανέγγιχτα θαφτώ, πάλι ανάξιος θα κριθώ αν δοκιμάσω να σταματήσω το αιώνιο κρυφτό. Δεν χωρούν χιλιάδες όψεις σ’ ένα πρόσωπο κι ένα κορμί δεν συγκρατεί μύριες υπάρξεις. Μένουν τα μάτια ανοιχτά μα ανοχύρωτα, όταν οι έννοιες δεν επανδρώνουν τις επάλξεις. Κι αφού να γίνω άσωμος αδυνατώ, εκλάμψεις που στο άπειρο καλπάζουν, το συναπάντημα που κεραυνούς θα φύτευε, φλύαρους αέρηδες ξεφυσά που δεν κοπάζουν.  Ο νους κουβάρι , σκοτεινός και ακατάστατος, δεν δίνει σήματα για να μη γίνει στόχος. Από τη σκέψη ως την απόρριψη, εντελέχεια. Αναπόδραστος ξεχαρβαλωμένος βρόχος. Ανάμεσα στα νέφη αχνοφέγγουνε αρρωστιάρικα και νυσταγμένα αστέρια. Το φως τους επιμένει αγαθιάρικα να μου βάψει ασημί τα χέρια. Στον ουρανό στόματα ανοίγουν σωρηδόν σαν μαύρες τρύπες για ύλη πεινασμένες και για χάση. Λαμβά