Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Φωνές και Διαθέσεις

Ώπα, πήρες φόρα και ποιος σε πιάνει τώρα. Σε λίγο θα ξεσπάσει εκτός θέματος μπόρα. Φίτζετ-σπίννερ γυρίζει και η καρέκλα άδεια. Για να ‘μαι ειλικρινής, είχα δει τα σημάδια: Ανήσυχο πόδι, μουτζούρωμα σελίδας, σπασμένες μύτες από μολύβια ξυσμένα μέχρι ακίδας. Σχόλια αντιπερισπασμός, οβίδες κρότου-λάμψης, ρωτάς για τα πάντα αρκεί να μη γράψεις λέξεις στη λίστα που σε παρακαλάω, λίγες μονάχα ακόμα ώστε σπίτι να πάω. Πονάω που πρέπει πίσω στον ειρμό να σε σύρω, τον αργό και τον άχρωμο, τον ευθύ και τον λίγο. Μην κοιτάς φρύδια που σμίγω, κατά βάθος γουστάρω, θα απαντήσω σ’ όλα μια ανάσα αν πάρω. 

Για κάθε φράση μου σκάβεις στο τετράδιο τάφους. Το μολύβι περίστροφο που απειλεί τους κροτάφους. Πονάει ο καρπός και η χούφτα μέγγενη σφίγγει, κάθε υπόδειξη σε πανικό καταλήγει. Καταιγίδα στα μάτια, να φυλαχτείς δεν βιάζεσαι. Αστροπελέκια οι γνώσεις τις πιάνεις και τινάζεσαι. Δεν υπάρχει γείωση, άλλη μια σημείωση, ακόμα ένα κρυπτογράφημα να χώσεις στη συντήρηση. Αντίρρηση καμία, μονάχα επανάληψη. Ένα φωτοτυπικό στον νου κάνει κατάληψη. Της συντροφιάς του ακατανόητου χρίζεις νέο μέλος. Υπογραμμιστικό, αστεράκι, βέλος. Ουφ, τέλος. Σηκώνεις κεφάλι. Μα ο σισύφειος λίθος έχει κατρακυλήσει πάλι. “Συγγνώμη, δεν πρόλαβα το τελευταίο”, δεν είναι τίποτα σπουδαίο, ανακλαστικά τραβάς ξανά τη σκανδάλη.

Δεν ακούς που μιλάω, ο νους σου ταξιδιάρης. Έξυπνα σου πουλάω, μα ευχαριστείς, δεν θα πάρεις. Είναι μέρα ωραία και γιορτή στην πλατεία. Δεν παριστάνεις πως έχει τάχα σημασία να φυτέψεις κατακούτελα λόγια πρησμένα, ξένα που είναι βαριά -τόσο βαριά- για να χορέψουν για σένα. Τι κι αν αστράφτουν στρωμένα σε τιμή που συμφέρει, αναζητάς τον λογισμό που υποσχέθηκε γρανίτα να φέρει. Χείλη αναριγούν καθώς δάχτυλα τρέχουν. Άραγε αισθάνονται εξοχή όσοι προσέχουν; Αγορεύω στον βρόντο, πόσο να κάνω σκόντο; Τα περιθώριά μου γνωρίζεις γκρόσο μόντο. Άσε με επομένως τα ελάχιστα να πω και χωρίς να το ξέρεις ίσως προκύψει παγωτό. 

Διστάζεις και τα λόγια ενοχικά καταπίνεις. Για σένα ν’ αποφασίζει το δύστροπο κενό αφήνεις. Βρυχάται εκείνο, θεριό αιμοβόρο. Απ’ την κάθε σκέψη σου απαιτεί διέλευσης φόρο. Ανυπόφορο, αρμονίας ενέχυρο. Σου κλέβει την ανάσα για να φουσκώνει πανίσχυρο. Βγάλε αλαλαγμό. Ηχηρό, κοφτερό να πέσει τ’ οχυρό της αδίστακτης σιωπής. Ν’ ακούσεις τον αντίλαλο της δικιάς σου φωνής. Όταν σου λένε “βούλωσέ το”, δεν πρέπει να συμφωνείς. Πάρε τον λόγο μου στον δίνω, να παίξεις να δεις τ’ ανομολόγητα θαύματα που να φτιάξεις μπορείς. Ξεσφράγισε του μυαλού το καψαλισμένο πιθάρι κι άσε το φως σου να ρέει λεύτερο ώστε σχήμα να πάρει.

Σχόλια