Αεικίνητος. Δραστήριος. Πολύτιμος. Απαραίτητος. Χωρίς εσένα δε γυρίζει ο πλανήτης. Ή κι αν γυρίζει θα ‘ναι για λίγο. Από κεκτημένη ταχύτητα που απέκτησε επειδή εσύ ποτέ δεν σταμάτησες. Φαντάσου, λέει, να σταματούσες. Αναλογισμός φρικτός και αγχώδης. Θα σε προφταίνανε τότε τα ανιαρά και τα μπανάλ και θα σ’ αρπάζανε με τις τραχιές χερούκλες του ασυγκίνητου. Πίσω θα σε τραβούσαν. Στο βάδην, στο σημειωτόν ή σε ανάπαυση. Άγκυρες γαμψές κι αφιλοπρόοδες στη σάρκα της φιλοδοξίας κρεμασμένες. Ποτέ. Ούτε καν γι’ αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου ως φευγαλέο περισπασμό. Απόφαση το πήρες, πως ναι, αυτή είναι η βέλτιστη διαχείριση κι αξίζει τις προκλήσεις.
Πουθενά δε χωράς. Είσαι μπροστά. Έξω απ’ τους θλιβερούς τοίχους της μυωπικής αντίληψής τους. Μόνος εσύ και τα βήματα σε απάτητα μέρη. Στην ακμή που ματώνει. Έτοιμος να δαμάσεις το αδιαμόρφωτο μέλλον. Και το μέλλον του μέλλοντος. Δε σ’ ακουμπάει κανένας. Δεν μπορεί. Δεν σε φτάνει. Είσαι απίστευτα γρήγορος. Διασχίζεις τη ζωή μ’ επίσπευση απαράμιλλη κι άκαμπτο σθένος. Κι εκείνη στο πέρασμά σου συσπάται και αλλάζει. Όπως αλλάζει το νερό στης βάρκας την προπέλα. Αφρός, κυματισμοί κι απεικάσματα. Από τα κενά του Κάσιμιρ στη φούσκα του Αλκουμπιέρ. Γερά τα δόντια σφίγγεις για ν’ αντέξεις τις γνώριμες αναταράξεις της ατέρμονης επιτάχυνσης.
Έτσι διεκπεραιωτικά προπορεύεσαι. Ώσπου ένα αθώο διάπλατο χαμόγελο το λόγο σου απευθύνει: “Μη φεύγεις. Μείνε να παίξουμε”. Μην τολμήσεις να κοιτάξεις το ρολόι. Αυτή η πρόσκληση σε ελευθέρωσε από την ηγεμονία του χρόνου. Έχεις μια ευκαιρία να ζήσεις για πάντα. Και να προλάβεις τα θαύματα να δεις και να γνωρίσεις. Φίλοι να γίνεται παλιοί κι αγαπημένοι. Με αστερόσκονη στα ακροδάχτυλα από τις χειροτεχνίες. Αφού για κάθε στιγμή που ολόψυχα θα χαλαλίσεις μπουσουλώντας στο χαλί ή στο χορτάρι, αιώνες εμπειρογνώμονες γάργαρα θα κυλήσουν. Κι όπου ήθελες να πας θα έχεις πάει. Τότε ίσως μπορέσεις κι εσύ άλλον στο παιχνίδι να καλέσεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου