Τι τα θέλεις άλλα μάτια; Όλο άνοστες γνώμες είναι κι ανούσιες αντιρρήσεις. Τόσο που θαρρείς πως μένουν ανοιχτά, μετά πολλών κόπων και βασάνων, όχι για να επιθεωρούν αδέκαστα τον κόσμο, μα για ν’ αρνούνται, να ψέγουν και ν’ αντιπαρέρχονται. Κατά τ’ άλλα, άχαρα, θολά κι αργόσχολα παραμένουν. Έχουν χιτώνες λεκιασμένους με ασυνάρτητες μουτζούρες απ’ την ξέπνοη στάχτη της επιβεβλημένης ατημέλειας. Ενώ ριζικά της ένοχης παραίτησης έρπουν πορφυρίζοντας ακατεύθυντα, ώσπου να γραπωθούν επιτέλους απ’ το απύθμενο κενό στις δόλιες κόρες και να ρουφήξουν όσο τίποτα αντέχουν και ποθούν. Άσκοπα στις βουλιαγμένες κόγχες τριγυρίζουν οι βολβοί, με νωθρότητα κι αναρχία που εκνευρίζει. Ένα βλέμμα αρτιμελές και βυθοκόρο να συντηρήσουν αδυνατούν. Αγκομαχούν κι ολοφύρονται μονάχα στην ιδέα. Μ’ αυτήν την άφατη, μολύβδινη κούραση, την κληρονομημένη από δισμύριους αιώνες ματαιόπονης δυσπραγίας, συνθλιπτικά να τα βαραίνει. Αγύμναστα στο κατά πρόσωπο και το απλανές. Μόνο στα λοξά γυαλίζουν για λίγο, όταν νομίζο