Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2021

Κοίτα να Δεις

Τι τα θέλεις άλλα μάτια; Όλο άνοστες γνώμες είναι κι ανούσιες αντιρρήσεις. Τόσο που θαρρείς πως μένουν ανοιχτά, μετά πολλών κόπων και βασάνων, όχι για να επιθεωρούν αδέκαστα τον κόσμο, μα για ν’ αρνούνται, να ψέγουν και ν’ αντιπαρέρχονται. Κατά τ’ άλλα, άχαρα, θολά κι αργόσχολα παραμένουν. Έχουν χιτώνες λεκιασμένους με ασυνάρτητες μουτζούρες απ’ την ξέπνοη στάχτη της επιβεβλημένης ατημέλειας. Ενώ ριζικά της ένοχης παραίτησης έρπουν πορφυρίζοντας ακατεύθυντα, ώσπου να γραπωθούν επιτέλους απ’ το απύθμενο κενό στις δόλιες κόρες και να ρουφήξουν όσο τίποτα αντέχουν και ποθούν. Άσκοπα στις βουλιαγμένες κόγχες τριγυρίζουν οι βολβοί, με νωθρότητα κι αναρχία που εκνευρίζει. Ένα βλέμμα αρτιμελές και βυθοκόρο να συντηρήσουν αδυνατούν. Αγκομαχούν κι ολοφύρονται μονάχα στην ιδέα. Μ’ αυτήν την άφατη, μολύβδινη κούραση, την κληρονομημένη από δισμύριους αιώνες ματαιόπονης δυσπραγίας, συνθλιπτικά να τα βαραίνει. Αγύμναστα στο κατά πρόσωπο και το απλανές. Μόνο στα λοξά γυαλίζουν για λίγο, όταν νομίζο

Γαία Πυρί Μειχθήτω

Δεν ξέρω πια αν το μπαρούτι μυρίζεις από λέξεις συντεταγμένες ανάμεσα στις γάμπες. Κι αν τα χρώματα γνωρίζεις σαν φράσεις κοντυλένιες σκάνε πανηγυρικά βεγγαλικά και σχηματίζουν σπινθηρίζοντας ιδέες επουράνιες επάνω απ’ το κεφάλι σου. Με την πρόφταση να έχει συρθεί μακρύ πολύστριφτο φυτίλι, βουτηγμένο στον όξινο ιδρώτα της ακάματης σπουδής και της λαμπρής μελέτης, αφού ανάψει απ’ το άσβεστο τσακμάκι της  κοφτερής και άδολης σκέψης. Αν το στόμα ανοίγεις και την παράσταση θαυμάζεις αγνοώ. Ή αν τ’ αυτιά βουλώνεις, απ’ τον άκοσμο κρότο ξαφνιασμένος. Οι ομοβροντίες αν σάλπιγγα προέλασης φυσάνε ή αν σου μπήγουν το νύχι το φαρμακερό του διωγμού. Μα έχω κάμποσες κάσες από δαύτα φυλαγμένα: βαρελότα, αποστροφές, λεξιπλασίες. Κι άλλα τόσα ακόμα ασυνάρμοτα. Με τα υλικά τους σκόρπια σε αφανή κουτιά με περίεργες ετικέτες δυσανάγνωστες και παράταιρα καπάκια που δύσκολα σφραγίζουν. Προθέματα, εγκλίσεις και πυρίτες. Βλέπεις καμπαναριά δεν συνάντησα στο διάβα μου, ψηλά και ελεύθερα, να τα ‘χω αμολήσει ό