Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γαία Πυρί Μειχθήτω

Δεν ξέρω πια αν το μπαρούτι μυρίζεις από λέξεις συντεταγμένες ανάμεσα στις γάμπες. Κι αν τα χρώματα γνωρίζεις σαν φράσεις κοντυλένιες σκάνε πανηγυρικά βεγγαλικά και σχηματίζουν σπινθηρίζοντας ιδέες επουράνιες επάνω απ’ το κεφάλι σου. Με την πρόφταση να έχει συρθεί μακρύ πολύστριφτο φυτίλι, βουτηγμένο στον όξινο ιδρώτα της ακάματης σπουδής και της λαμπρής μελέτης, αφού ανάψει απ’ το άσβεστο τσακμάκι της κοφτερής και άδολης σκέψης. Αν το στόμα ανοίγεις και την παράσταση θαυμάζεις αγνοώ. Ή αν τ’ αυτιά βουλώνεις, απ’ τον άκοσμο κρότο ξαφνιασμένος. Οι ομοβροντίες αν σάλπιγγα προέλασης φυσάνε ή αν σου μπήγουν το νύχι το φαρμακερό του διωγμού.

Μα έχω κάμποσες κάσες από δαύτα φυλαγμένα: βαρελότα, αποστροφές, λεξιπλασίες. Κι άλλα τόσα ακόμα ασυνάρμοτα. Με τα υλικά τους σκόρπια σε αφανή κουτιά με περίεργες ετικέτες δυσανάγνωστες και παράταιρα καπάκια που δύσκολα σφραγίζουν. Προθέματα, εγκλίσεις και πυρίτες. Βλέπεις καμπαναριά δεν συνάντησα στο διάβα μου, ψηλά και ελεύθερα, να τα ‘χω αμολήσει όπως τους πρέπει. Ή αν συνάντησα, άλλο βαστούσα φαίνεται τότε μετρί. Έτσι μου έχουν μείνει αμανάτι. Δεν είναι πως μου πιάνουν χώρο και θέλω να τα ξεφορτωθώ. Όπως κάνουν οι νύφες της πεθεράς τους τα κεντήματα. Ωστόσο και να μένουν άσκαστα μες στο σπίτι δεν είναι ακριβώς και ασφαλές. 

Ίσως να τα ‘χα λησμονήσει ολωσδιόλου, μα καύτρες συνείδησης χορεύουν εδώ μέσα. Επομένως ανάβει και σβουρίζει μοναχό από κανένα μία στις τόσες. Κάνει δυο-τρία σάλτα θλιβερά, αλλοπρόσαλλα, σαν γέρος κακόπαθος με άνοια, χτικιάρικα ξεροβήχει και πεθαίνει. Όχι με έντιμη, γενναία έκρηξη από αυτές που στην καρδιά του είχα στα νιάτα μου φυτέψει. Μα με το παράτονο σφύριγμα κάποιου που δεν έμαθε ποτέ του να σφυρίζει. Τότε τον κόπο μου λυπάμαι που πήγε στράφι. Και τα σημάδια απ’ την τέχνη της ιπτάμενης ιριδίζουσας φωτιάς αγγίζω. Θα θύμωνα με την αποκοτιά μου, αλλά αφού μετρώ στα δάχτυλα μέχρι το δέκα πάλι καλά. 

Εσένα πιότερο ντρέπομαι. Που σου ‘ταξα μαγικό υπερθέαμα. Και στήθηκες εδώ και καρτερούσες με τόση λαχτάρα που πίστεψα στ’ αλήθεια πως θα ερχόταν. Αν μη τι άλλο, για να μην σου κλέψει η μπαμπέσα η ματαιότητα την ευπροσήγορη σβελτάδα απ’ τ’ ακρόφρυδα. Συγχώρα με, τον καψερό. Στ’ ορκίζομαι, καμία πρόθεση δεν είχα να σε τρατάρω απογοήτευση. Ούτε να σου φουσκώσω τα μυαλά με εξιστορήσεις για δήθεν θάματα παλλόμενα, χειροπιαστά. Μα απ’ την άλλη λέω πως και ως το εννιά να μέτραγα χαλάλι. Και πως τα υπόλοιπα βασταγερά θε να ‘ναι σίγουρα -όχι τζούφια- και θα σου δείξουν επιτέλους τι εννοώ.

Σχόλια