Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2012

Ante Portas

Είναι, που λες, μια πόρτα που στέκει μονάχη στο κενό, σαν να αιωρείται. Αν και καιρό πολύ εδώ, τώρα την παρατήρησες. Τριγύρω τίποτα άλλο, όσο το μάτι βλέπει. Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις, οπότε και με δαύτη αυτό λογικά θα πράξεις. Λογικά… όσο λογική μπορεί να έχει η σκηνή όπου μια πόρτα αιωρούμενη καταμεσής στο έρεβος σε προσκαλεί να τη διαβείς! Τι υπάρχει από πίσω δεν ξέρεις, αλλά ελπίζεις να είναι κάτι ομορφότερο από την τερατώδη κενότητα. Τερατώδης; Δεν ήταν έτσι πριν εντοπίσεις την πόρτα. Βασικά, δεν ήταν καν κενότητα. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο, πληρότητα. Πληρότητα αφοπλιστικά καθησυχαστική.  Πώς και δεν την είχες προσέξει νωρίτερα; Το κεφάλι ξύνεις, ακόμη άτολμος. Μετά το πηγούνι – αυτό κάνεις πάντα όταν σκέφτεσαι σοβαρά. Και τι αλλάζει σάμπως με μια πόρτα; Μπορείς κάλλιστα να της γυρίσεις την πλάτη ή να κατεβάσεις το κεφάλι ή να κλείσεις τα μάτια ή να χτυπήσεις τα δάχτυλα ή να μουρμουρίσεις μια προσευχή… Μπορείς; Η πόρτα αυτή μοιάζει πεισματάρα. Μπα, ο πεισματ

Ο Βασιλιάς της Σκόνης

Σήμερα ξεσκόνισα τη βιβλιοθήκη μου. Ξέρεις το έπιπλο που έχεις σ’ ένα δωμάτιο και το φορτώνεις βιβλία να λες πως διαβάζεις. Πώς κάνεις με το σκρίνιο και τα κρυστάλλινα ποτήρια; Κάπως έτσι, αλλά στο πιο εγκεφαλικό! Τι κι αν έχεις να βγάλεις ποτήρια από τις προθήκες από τον αρραβώνα και δώθε! Είναι εκεί να γυαλίζουν αυτάρεσκα κι αν μπει ποτέ κανένας άνθρωπος σπίτι μπορείς πάντα να στρώσεις να πιει σε κρυστάλλινα! Δε θα το κάνεις, αλλά μπορείς κι αυτό περιέργως σε φουσκώνει περηφάνια. Είναι το λοιπόν τα βιβλία στα ράφια ποτήρια κρυστάλλινα. Είναι εκεί να τα διαβάσεις σαν έρθει καιρός. Είναι μπελάς να ξεσκονίζεις βιβλιοθήκες. Δεν είναι το ανέβα-κατέβα, ούτε το πάνω-πάνω ράφι που είναι ψηλό να το φτάσεις με την καρέκλα και ποιός θυμάται τώρα που είναι η σκάλα. Δεν είναι καν η ίδια η σκόνη που σε κάνει να φταρνίζεσαι. Είναι οι ράχες των βιβλίων που τους έλειψε τ’ άγγιγμα. Γέρνεις το κεφάλι ίσαμε τον ώμο να διαβάσεις τίτλους. Τι κάνει αυτό εδώ; Είχα ποτέ μου τέτοιο πράγμα; Αφήνεις το ξε

Έπεα Πτερόεντα

Στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας είναι μια μάινα, πολυλογού και φλύαρη. Με κάνει να γελώ. Όχι σα λέει βρωμόλογα, που ξέρει μπόλικα –σιγά που δε θα ‘ξερε- αλλά όταν βάζει τους νέους νοικάρηδες που αγνοούν την παρουσία της να τρέχουν να προλάβουν μιμούμενη συναγερμό, τηλέφωνο, κουδούνι… Το ξέρω, δεν θα ‘πρεπε να γελώ με τα παθήματα των άλλων. Ίσως θα πρεπε ν’ αντιπαθώ τη μάινα που φέρνει τους μπελάδες και μ’ έχει αφήσει άυπνο πάμπολλα μεσημέρια. Μ’ ελαφρύ μειδίαμα, θυμάμαι πώς την πάτησα νεοφερμένος στο τετράγωνο. Αλλά, που να με πάρει, τη συμπαθώ, ίσως και τη θαυμάζω. Απ’ όλους μας τριγύρω είναι η μόνη που έχει το θάρρος της γνώμης της. Θα σου τα πει, είτε θέλεις να τ’ ακούσεις, είτε όχι. Κάποιοι περαστικοί δοκίμασαν να την περιγελάσουν πιάνοντας τάχα κουβέντα. Τους ειρωνεύτηκε στυγνά, με το ίδιο υπεροπτικό υφάκι. Βάλανε κι αυτοί τα χέρια στις τσέπες, σκύψανε το κεφάλι και φύγανε μουρμουρίζοντας: «Παλιόπουλο, εγώ φταίω που ασχολήθηκα!». Εσύ βέβαια. Ποιός άλλ

Ένα Παιδί Με Τρώει Άστα

Είπα δε θα μιλώ πολύ γιατί είναι τα λόγια φτώχεια. Να μοιάζω στοχαστικός, σοφιστικέ πίσω απ’ τα γυαλιά μου. Είπα θ’ ακούω ό,τι μου πουν, φρόνιμος, καθωσπρέπει – ή έστω θα κουνώ το κεφάλι συγκαταβατικά να μοιάζω πως το κάνω, που ‘ναι συχνά το ίδιο. Είπα τα χέρια δε σηκώνω, δεν είμαι δα χειρώνακτας να τα γεμίζω σκόνη. Αλάτι ο γιατρός μου το ‘κοψε, αν θέλω την καρδιά μου. Έμαθα να μην το ζητώ κι ας μοιάζουν όλα άνοστα. Ποιος παίρνει τέτοιο ρίσκο; Τα λουλούδια στο βάζο του γραφείου δεν ευωδιάζουν. Συνάχι μου είπαν. Μάλλον κρύωμα, μπορεί κι αλλεργία. Βουλιάζω αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου. Τρίβω το γενάκι όπως πάντα όταν είμαι αμήχανος. Μεγάλωσε και θέλει ξύρισμα. Ξυράφι καινούργιο, αφρός, after shave. Μεγάλωσα και θέλω συγύρισμα. Αρχείο καινούργιο, καπνός, auto save. Déjà vu! Χμμ… ποιόν κοροϊδεύω; Ρουτίνα. Μα για στάσου, τ’ ακούς κι εσύ; Ντριν, ντριν. Κουδούνισμα. Μια φορά στο κινητό ξυπνητήρι δεν είναι. Μοιάζει με κάτι γνώριμο, οικείο. Τον ξέρω τον ήχο. Θαρρείς πλησιάζει. Ντριν, ντριν. Ντ

Άρση Γραφών

Γράφω συχνά-πυκνά. Ώρες μικρές, μεγάλες αράδες. Θαρρείς θα είχα αδειάσει. Αντ’ αυτού φορτώνομαι κι άλλα. Δεν ξέρω πώς γελιέμαι. Γράφω ν’ αλαφρύνω, να ‘μαι κομψός, ν’ αρέσω στις κυρίες, όμως κάθε φορά βαρύτερος καταλήγω. Περίεργος μεταβολισμός! Γιατί –να στο σταυρό που σας κάνω- δεν τρώω και πολύ. Ίσα που κολατσίζω. Η ζυγαριά δε με συμπαθεί γι’ αυτό κι εγώ δεν της μιλάω. Το βάρος μου όμως το ξέρω κι έτσι. Κάθε που γράφω το λοιπόν το άτιμο αυξάνει! Το νιώθω σαν τα γυαλιά αργοκυλούν στην ιδρωμένη μύτη, σαν τα δάχτυλα πληκτρολογούν με κρότο κι ο δρομέας καρδιοχτυπά μετά από πιλάλα. Αντιδιαισθητικό, ε; Πώς γίνεται ν’ αποθέτεις κομμάτια εαυτού κι όχι μονάχα να μη ξαλαφρώνεις, αλλά να νιώθεις διπλός και τρίδιπλος; Εμένα θα μου πεις; Σε ενδοκρινολόγο έφτασα μην είναι ο θυρεοειδής και φάρμακα με σώσουν. Τζίφος! Θηριώδης, ήταν η διάγνωση, αλλά δεν είμαι σίγουρος πoιο όργανο εξέτασε. Δεν σπούδασα εγώ γιατρός –σάματι αυτός που σπούδασε, είδαμε τα χαΐρια του. Είπα να πάρω βότανα μήπως αυτά κάνουν δ