Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ante Portas

Είναι, που λες, μια πόρτα που στέκει μονάχη στο κενό, σαν να αιωρείται. Αν και καιρό πολύ εδώ, τώρα την παρατήρησες. Τριγύρω τίποτα άλλο, όσο το μάτι βλέπει. Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις, οπότε και με δαύτη αυτό λογικά θα πράξεις. Λογικά… όσο λογική μπορεί να έχει η σκηνή όπου μια πόρτα αιωρούμενη καταμεσής στο έρεβος σε προσκαλεί να τη διαβείς! Τι υπάρχει από πίσω δεν ξέρεις, αλλά ελπίζεις να είναι κάτι ομορφότερο από την τερατώδη κενότητα. Τερατώδης; Δεν ήταν έτσι πριν εντοπίσεις την πόρτα. Βασικά, δεν ήταν καν κενότητα. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο, πληρότητα. Πληρότητα αφοπλιστικά καθησυχαστική. 

Πώς και δεν την είχες προσέξει νωρίτερα; Το κεφάλι ξύνεις, ακόμη άτολμος. Μετά το πηγούνι – αυτό κάνεις πάντα όταν σκέφτεσαι σοβαρά. Και τι αλλάζει σάμπως με μια πόρτα; Μπορείς κάλλιστα να της γυρίσεις την πλάτη ή να κατεβάσεις το κεφάλι ή να κλείσεις τα μάτια ή να χτυπήσεις τα δάχτυλα ή να μουρμουρίσεις μια προσευχή… Μπορείς; Η πόρτα αυτή μοιάζει πεισματάρα. Μπα, ο πεισματάρης είσαι εσύ. Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις. Διαισθητικά αυτό θέλεις να κάνεις και τώρα. Διαισθητικά… όση διαίσθηση μπορεί να έχει κάποιος που μέχρι προ ολίγου αγνοούσε πως τον περιβάλλει το κενό, ασφυκτικό, βάναυσο, απάνθρωπο.

Ρίχνεις ματιές ανήσυχος δεξιά-αριστερά, να σιγουρευτείς πως δεν θα δει κανείς αυτό που πας να κάνεις. Μα ο φόβος πραγματικά δεν είναι μη σε δουν. Όχι, ο φόβος είναι μη δεις κι άλλες πόρτες. Δε θα το άντεχες. Θα έχανες κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Και τώρα χρειάζεσαι μέχρι και το τελευταίο ψήγμα που μπορείς να σωρεύσεις. Μια αλύγιστη βεβαιότητα. Βαθιά ανάσα…. και βουρ! Αρπάζεις το πόμολο με χέρι που τρέμει. Κλειδωμένη; Σαστίζεις. Ξαναδοκιμάζεις. Κλειδωμένη; Πεισμώνεις. Ξαναδοκιμάζεις. Κλειδωμένη; Θυμώνεις! Με μάγουλα κόκκινα από υπερένταση, πισωπατάς να πάρεις φόρα να την γκρεμίσεις να ησυχάσεις. Πόρτες κλειστές έχεις μάθει να τις διαβαίνεις.

Αντέχει η άτιμη. Αντέχει καλά! Τον ώμο πιάνεις και δαγκάνεις τα χείλη μη βγει ο λυγμός, ακούσει εκείνη και σε περιγελάσει. Η ωμή δύναμη απέτυχε. Απ’ την τσέπη βγάζεις σύνεργα να την παραβιάσεις με τέχνη. Δεν είσαι εγκληματίας. Προς Θεού. Απλά ξεχασιάρης. Το μέτωπο μούσκεψε και κρέμασε η γλώσσα, επιμονής σημάδι, μα τζίφος και πάλι. Σηκώνεις τα χέρια ψηλά παραιτούμενος. Μια φωνή σου κλέβει την πόρτα: «Σήκω παιδί μου, μεσημέριασε!». Κάθιδρος, πετάς τα σκεπάσματα και ρωτάς εναγωνίως: «Μάνα, πώς διαβαίνουν πόρτες κλειστές;» Εκείνη, με απόκοσμη κατανόηση, αποκρίνεται: «Χτυπάς και σ’ ανοίγουν, γιόκα μου. Χτυπάς και σ’ ανοίγουν.»

Σχόλια