Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2021

Πειρατές της Διδασκαλικής

Δεδομένων της ροής και του όγκου, καταιγίδα βαριά κι αδιάλυτη, θαρρείς ανώφελο να μάθεις να πλέεις. Ανόρεκτα βλέπεις τον κόσμο να τυπώνει τα θάματα σε φέιγ-βολάν τοπάζια παφλάζοντα. Σειρές ατέλειωτες με θλιβερές κούτες παρατημένες σ’ ερημωμένο ταρσανά. Καμιά ν’ ανοίξεις δεν κάνεις κέφι, το κύτος να ελέγξεις. Απείραχτες μένουν οι περισσότερες -και κάποιες χυδαία μισοχυμένες- με τ’ άλμπουρα γυμνά και τις μηχανές νηστικές. Λίγο αν είχες δεήσει να συγυρίζεις θα είχες βάλει σύστημα . Έτσι τις κούτες όμορφα θα μπορούσες να ‘χεις στοιβάσει στον προβλήτα να δέσουν. Πριν έρθουν καινούργιες με θράσος να ξαναγεμίσουν το πάτωμα, τον βυθό και τον ορίζοντα. Όρεξη, ωστόσο, δεν έχεις να γίνεις έντιμος αποθηκάριος σ’ αμπάρια πνιγηρά κι ουρανούς μολυβένιους μ’ ασημένιες χαράξεις. Υπάρχει λογική στην άρνηση. Μιας που οι κούτες πάντα θα έρχονται, νηοπομπή καταραμένων, άδικος κόπος. Είτε συμμαζέψεις, είτε όχι, τι σημασία έχει; Δεν θα προλάβεις τάξη εύλογη και χρήσιμη να βρεις -εδώ θησαυροί και περιπέτειες

Στην Άλλη Όχθη του Σιωπώ

Όσα σε δένουν στη γη και το σώμα σου λάσπες φορτώνουν. Όσα αρπάζουν κομμάτια του νου και τα πετούν στη φωτιά . Όσα ανάσες χαρίζουν γλυκιές και τα πανιά σου φουσκώνουν. Όσα σε ξεθεώνουν και στα γόνατα πέφτεις να λες προσευχές. Όσα δακρύζουν κι ανθίζουν, στριφογυρίζουν, αντοχές διαμελίζουν κι άσυλο ζητάνε μετά. Όλα αυτά μην τ’ αρνείσαι. Μην προσποιείσαι πως δεν σ’ επισκεφτήκαν ποτέ. Στα χείλη σου δώσε την άδεια να ξεκλειδώσουν. Ν’ αφήσουν έξω να βγει ό,τι γράφει η ψυχή. Τ’ απελεύθερα λόγια να δεις τελικά θα σε σώσουν κι από πηγάδι που ‘ναι τάχα στεγνό θ’ αναβλύσει πηγή.  Κι αν ξύδι, νομίζεις, θα χύσεις και θα σπείρεις αγκάθια. Κι αν τρέμεις πως όσα κι αν πεις δε θ’ ακούσει αλήθεια κανείς. Κι αν έτοιμος είσαι τις σκέψεις και πάλι να θάψεις, το φτυάρι να κάψεις και να ντυθείς ενοχικά τη σιωπή . Ανατροπή. Λύσε τα μέλη που ‘χεις στ’ αμέτοχο σφιχτοδέσει. Να μην μείνουν στη μέση και σαπίσουν εκεί. Άφησέ τα να χειρονομήσουν, να ξενυχτήσουν και πύργους στην άμμο να χτίσουν. Παράλληλα σ’ όσα πλά

Κοίτα να Δεις

Τι τα θέλεις άλλα μάτια; Όλο άνοστες γνώμες είναι κι ανούσιες αντιρρήσεις. Τόσο που θαρρείς πως μένουν ανοιχτά, μετά πολλών κόπων και βασάνων, όχι για να επιθεωρούν αδέκαστα τον κόσμο, μα για ν’ αρνούνται, να ψέγουν και ν’ αντιπαρέρχονται. Κατά τ’ άλλα, άχαρα, θολά κι αργόσχολα παραμένουν. Έχουν χιτώνες λεκιασμένους με ασυνάρτητες μουτζούρες απ’ την ξέπνοη στάχτη της επιβεβλημένης ατημέλειας. Ενώ ριζικά της ένοχης παραίτησης έρπουν πορφυρίζοντας ακατεύθυντα, ώσπου να γραπωθούν επιτέλους απ’ το απύθμενο κενό στις δόλιες κόρες και να ρουφήξουν όσο τίποτα αντέχουν και ποθούν. Άσκοπα στις βουλιαγμένες κόγχες τριγυρίζουν οι βολβοί, με νωθρότητα κι αναρχία που εκνευρίζει. Ένα βλέμμα αρτιμελές και βυθοκόρο να συντηρήσουν αδυνατούν. Αγκομαχούν κι ολοφύρονται μονάχα στην ιδέα. Μ’ αυτήν την άφατη, μολύβδινη κούραση, την κληρονομημένη από δισμύριους αιώνες ματαιόπονης δυσπραγίας, συνθλιπτικά να τα βαραίνει. Αγύμναστα στο κατά πρόσωπο και το απλανές. Μόνο στα λοξά γυαλίζουν για λίγο, όταν νομίζο

Γαία Πυρί Μειχθήτω

Δεν ξέρω πια αν το μπαρούτι μυρίζεις από λέξεις συντεταγμένες ανάμεσα στις γάμπες. Κι αν τα χρώματα γνωρίζεις σαν φράσεις κοντυλένιες σκάνε πανηγυρικά βεγγαλικά και σχηματίζουν σπινθηρίζοντας ιδέες επουράνιες επάνω απ’ το κεφάλι σου. Με την πρόφταση να έχει συρθεί μακρύ πολύστριφτο φυτίλι, βουτηγμένο στον όξινο ιδρώτα της ακάματης σπουδής και της λαμπρής μελέτης, αφού ανάψει απ’ το άσβεστο τσακμάκι της  κοφτερής και άδολης σκέψης. Αν το στόμα ανοίγεις και την παράσταση θαυμάζεις αγνοώ. Ή αν τ’ αυτιά βουλώνεις, απ’ τον άκοσμο κρότο ξαφνιασμένος. Οι ομοβροντίες αν σάλπιγγα προέλασης φυσάνε ή αν σου μπήγουν το νύχι το φαρμακερό του διωγμού. Μα έχω κάμποσες κάσες από δαύτα φυλαγμένα: βαρελότα, αποστροφές, λεξιπλασίες. Κι άλλα τόσα ακόμα ασυνάρμοτα. Με τα υλικά τους σκόρπια σε αφανή κουτιά με περίεργες ετικέτες δυσανάγνωστες και παράταιρα καπάκια που δύσκολα σφραγίζουν. Προθέματα, εγκλίσεις και πυρίτες. Βλέπεις καμπαναριά δεν συνάντησα στο διάβα μου, ψηλά και ελεύθερα, να τα ‘χω αμολήσει ό

Ευχαριστούμε Που Δεν Καπνίζετε

Οι ιστορίες που διαλέγεις συχνά να αφηγείσαι πλέκουν τον κόσμο σου. Με νήματα κλωσμένα από άγουρες ιδέες και βαμμένα σε στέρνες ξέρηχες, σμιλεμένες απ’ τη σβελτάδα και το απαρήγορο της ζωής. Αν νομίζεις πως μπορείς ασύστολα να εξιστορείς κι ανώνυμος να παραμένεις, γελιέσαι. Οι συνειρμοί σου, χρώματα στις πλέξεις σου, ανάμεσα στο πυκνό, άγνωστο πλήθος αλάνθαστα σε ξεχωρίζουν. Κάθε φωνηεντισμός ένα θραύσμα του εαυτού σου ορθογραφεί. Και κάθε στιγμή σιωπής ονοματίζει τα διάκενα στο φάσμα της ψυχής σου. Αρκεί κάποιος ν’ ακούσει για να γνωρίσει ποιος είσαι, ο νους σου πώς δουλεύει, πού έχεις πάει και πού να φτάσεις θέλεις. Όχι γιατί εσύ μονάχα τούτες τις ιστορίες επαναλαμβάνεις. Μα ακριβώς γιατί ασυλλόγιστα τις μοιράζεσαι με άλλους. Κι εκείνοι παραπέρα τις διακινούν κατ’ όπως κρίνουν δέον, αφού σου αντιχαρίσουν κάποιες απ’ τις δικές τους. Καμιά ιστορία δεν επέζησε, εξάλλου, χάρη στο πλατάγισμα από ένα και μόνο ζευγάρι χείλη. Θέλει ειπώματα πολλά και διάφορα για να στεριώσει. Θέλει να φτάσει

Αποσιωπητικά κι Απόστροφοι

Επίδοξα θαυμαστικά καταπίνω . Ξέρω πως οι παρακινητικές αναφωνήσεις δεν θ΄ αλλάξουν τον κόσμο. Όχι μόνο τον μεγάκοσμο του τρόμου και των θαυμάτων εκεί έξω. Ούτε καν τον διαχειρίσιμο και προσβάσιμο μικρόκοσμο της διπλανής πόρτας που τρίζει και κρυφοχαμογελά. Ίσως να το κατάφερνε κάποτε. Τότε που οι λέξεις ήταν ακριβές. Όμως οι άνθρωποι αναπτύσσουν πια αλλεργική δύσπνοια από τις γνώμες των άλλων. Όσο κι αν κομπολογίσει η αψάδα των αναπάντεχων φράσεων των πανιών τα δεσίματα, θα έρθει η επόμενη μέρα. Κι η συνήθεια, κυνική και σίγουρη, τις εργοστασιακές ρυθμίσεις θα επαναφέρει. Αυτές που εναπόθεσαν στη σάρκα βαθιά οι αρμολογήσεις του είδους.  Ο καθένας πορεύεται μ’ όποια ξόρκια επιβίωσης του κληροδότησε το έμβιο εκμαγείο που τον σχημάτισε. Σοφό και άτεχνο. Αιώνες πριν. Σ’ έναν άλλο κόσμο. Που έχει αλλάξει στο μεταξύ. Ω, πόσο έχει αλλάξει. Συνεχίζω στη στράτα που μου δείξανε. Αλλιώς να κάνω δεν μπορώ. Κατάρα στυγνή και προίκα αμύθητη τούτες οι μυστικές οδηγίες. Όσο τρομακτικές και δόλιες και

Ανήσυχος

Αν ήσουν σ’ ένα ήσυχο δωμάτιο μόνος με τις σκέψεις σου επ’ αόριστον, πόσο υπολογίζεις πως θα σου έπαιρνε μέχρι να αρχίσεις να τρέμεις από ένταση και να ουρλιάζεις από τρόμο; Χαμογελάς κάπως αμήχανα. Σε ξάφνιασε τάχα τούτος ο αντιγεγονοτικός συλλογισμός που καλείσαι ν’ ακολουθήσεις. Το φρύδι ανασηκώνεις και τρίβεις το πηγούνι με προσποιητή περίσκεψη. Μπαίνεις στον πειρασμό να εναντιωθείς επί της αρχής, αλλά το μετανιώνεις. “Δεν το έχω σκεφτεί” απαντάς με τελεσίδικη αυτοπεποίθηση, χωρίς να έχεις την πρόθεση να συμπληρώσεις λεπτομέρειες. Μα η αλήθεια είναι πως το έχεις. Μάλιστα, ίσως να ξέρεις το χρόνο ακριβώς. Με απόκλιση κλάσματος δευτερολέπτου.  Στα δωμάτια που μπαίνεις όλο και κάποιος θόρυβος υπάρχει να σε προφυλάξει σπλαχνικά απ’ την αμείλικτη σιωπή. Φροντίζεις ιδιαίτερα γι’ αυτό. Έτσι, δεν μένεις μόνος με τις σκέψεις σου συχνά -ή και ποτέ. Από σύνεση, όχι δειλία. Γιατί αν τύχει να νιώσεις την ησυχία να σιμώνει θα αναγκαστείς να την πυροβολήσεις ανάμεσα στα φρύδια. Χωρίς σιγαστήρα .

Αποσυνθετικοί Δείκτες Παραγωγικότητας

Θέλεις να φτάσεις ψηλά. Θέλεις ν’ αγγίξεις τ’ αστέρια. Να σε θυμούνται γενιές και γενιές. Να συναντήσεις του κόσμου τ’ ανομολόγητα θαύματα. Βιαστικά. Ίσα να πείτε ένα γεια. Έχεις εξάλλου να πας στο ραντεβού το επόμενο. Κι ύστερα σ’ άλλο. Σημαντικό. Είναι σημαντικό. Υψίστης σημασίας. Να πας στο επόμενο. Να διατηρήσεις την πρόωση, τον ρυθμό, τη σβελτάδα. Την αίσθηση κίνησης που φέρνει δροσιά στα καψωμένα σου μάγουλα. Μασούλα μια μπάρα δημητριακών στη ζούλα. Η αποδοτικότητα υγιεινές συνήθειες θέλει. Ή και ξηρούς καρπούς. Ας πούμε κάσιους. Ή κι αποξηραμένα δαμάσκηνα. Μα προς Θεού, όχι πασατέμπο. Δεν είσαι δα κανένας βδελυρός χασομέρης.  Αεικίνητος. Δραστήριος. Πολύτιμος. Απαραίτητος. Χωρίς εσένα δε γυρίζει ο πλανήτης. Ή κι αν γυρίζει θα ‘ναι για λίγο. Από κεκτημένη ταχύτητα που απέκτησε επειδή εσύ ποτέ δεν σταμάτησες. Φαντάσου, λέει, να σταματούσες. Αναλογισμός φρικτός και αγχώδης. Θα σε προφταίνανε τότε τα ανιαρά και τα μπανάλ και θα σ’ αρπάζανε με τις τραχιές χερούκλες του ασυγκίνητου. Π

Αποβίβαση Πλοηγού

Εμμονικά όμορφες λέξεις ζωγραφίζουν την ασχήμια. Με πομφόλυγες και ρυθμικά τσαλίμια. Αγρίμια, τακίμια, ασκημένα στην πένα. Αυτοί μπορούν ν’ αντέξουν, μ’ ανησυχούν για σένα. Έτσι ρίμες πλέκουν κι ανθοκομούνε ποιήματα. Μήπως επιτέλους αντιληφθείς τα βήματα. Στοιχήματα μεγάλα παίζονται στην πλάτη σου και θέλουν να σε ξυπνήσουν από το ραχάτι σου. Από αιχμάλωτες σκέψεις επιλεκτικά προαυλίζουν μόρτισες κανίβαλες που ληστρικά φιδογυρίζουν. Ομοιοκατάληκτες, ακατάληπτες που γκρεμίζουν τα ωραία που με κόπο κάλυπτες. Ανάσα και πάει τ’ οχυρό. Ήταν πρόχειρο. Επανακαθορίζουν της ψυχής σου το εργόχειρο. Παίρνουν τα καρφιά απ’ τις σανίδες στο χώμα και τα μπήγουν στα μάτια που δεν άνοιξες ακόμα.  Αριστουργηματικά περιγράφουν τη φρίκη, υποσχόμενοι νίκη που δικαιωματικά σου ανήκει. Ναι, καλά. Εξορκιστικά, εξοργιστικά συνεχίζουν να ανασκολοπίζουν την αυθεντικότητα. Με απλότητα, πραότητα ή εκρηκτικότητα σε πείθουν πως κακώς αρνείσαι την πραγματικότητα. Δεν θα είναι ευχάριστο, η αφύπνιση πονάει. Και ο εξ’ α

Τροπικά Επιρρήματα

Ενδιάμεσα απ’ τις φωνές ιχνηλατείς. Μετ’ εμποδίων. Για επιβίωση. Στη μαγεμένη ζούγκλα αυτή των χορταριασμένων αντιλάλων και των υπέρψηλων απόψεων με τις πυκνές φυλλωσιές που κρύβουν τον ουρανό ολωσδιόλου. Κρατάς ματσέτα κοφτερή. Σφιχτοδεμένη στον καρπό να μη χαθεί. Να μη χαθείς εσύ. Χωρίς έλεος σχίζεις ό,τι στο διάβα σου βρεθεί και σ’ εμποδίζει τα λίγα που αποφάσισες επόμενα βήματα να πάρεις. Αγκάθια, κληματσίδες και λουλούδια. Τη διαδρομή ολάκερη -μ’ αφετηρία, σταθμούς και προορισμό- δεν τη γνωρίζεις. Ούτε πότε ξεκίνησε ο άθλος. Ούτε ποιός σε όρισε σφαγέα της οργασμιαίας βλάστησης του ανεξήγητα πνιγηρού ενδιαιτήματος. Μα δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.  Αν σταματήσεις, θα σε καταπιεί. Δεν το δοκίμασες, αλλά το ξέρεις ενστικτωδώς. Το βροχοδάσος, όπου φύονται ενδημικά σολιψιστικές αυθεντίες, είναι αδηφάγο και μοχθηρό. Καραδοκεί θροΐζοντας, τάχα αμέριμνο, στην πρώτη ευκαιρία να σε δέσει στην άχρονη σήψη και τις αμάραντες σκιές. Σε θέλει αιχμάλωτο και τρόπαιο κάτω απ’ τη θαλερή, πανούργα κω

Αξιοσπούδαστο το Ευώδες

Η φαντασία μου πλέκει πολύχρωμα μοτίβα. Οι σκέψεις μου λουλούδια μυρωδάτα ανθίζουν, που ανάλαφρες πεταλούδες τα περιτριγυρίζουν. Από τα μικρά τα μεγάλα αρχίζουν. Έλα ακολούθα και μη μένεις πίσω, ό,τι σε μπερδεύει είμαι εδώ να εξηγήσω. Χαμένη κι αβοήθητη ποτέ δε θα σ’ αφήσω. Κι αν νομίζεις βιάζομαι θα το ξαναρχίσω. Είναι απλό. Αφέσου στο ρυθμό. Να θέλεις να χορέψεις είναι αρκετό. Μη σε νοιάζει ποιο είναι το βήμα το επόμενο και πως ακατανόητο μοιάζει το περιεχόμενο. Δεν είναι ένας γρίφος που πρέπει να τον λύσεις, μα ένα μονοπάτι για να το περπατήσεις. Όπου και να φτάσεις μην ανησυχήσεις.  Μην προσπαθήσεις να συντάξεις λέξεις που συναντάς. Και μη ζητήσεις οδηγίες για το πού πρέπει να πας. Έχω στρώσει βότσαλα, έχω φυτέψει χόρτα κι σ’ όλα τα ενδεχόμενα έχω ανοίξει πόρτα. Χάραξε εσύ τη γραφική διαδρομή. Ο χάρτης δεν προστάζει, δίνει απλά μια προτροπή. Δες τον, αλλάζει στα μάτια σου μπροστά και τελείως αγνώριστα κάνει τα γνωστά. Τα τετριμμένα με ευκαιρίες και θάματα φορτώνει και σου φτιάχνει

Πρόσταγμα: Δρυτόμος

Όταν το λογισμό αυτάρεσκα ακονίζεις πάνω στο λιθάρι της άμεμπτης επιμέλειας, να περιμένεις παλάμες δεμένες με μαντήλια βουτηγμένα στο αίμα. Αφού η ακμή, μ’ όλη της τη γυαλάδα, θα ‘ναι ασταμάτητη και θα ζητά στ’ άλυκο να βαφτεί για να χορτάσει. Δε θα της φτάνουν της άσκησης οι δροσεροί οι μίσχοι, ούτε του πρώτου πελεκίσματος τα κούτσουρα τα στιβαρά. Το στόχο που της πρέπει θ’ αποζητάει και στη ζώνη ήσυχη δε θα κάθεται καθόλου. Ώσπου βαθιά τομή τη σάρκα της πράξης να χαρακώσει. Ξεροκαταπίνεις. Γιατί ή θα κόψεις ή θα κοπείς. Κι αν ξέρεις να δένεις, καλά. Αν όμως όχι; Όταν οι σπίθες απ’ τ’ άοκνο ακόνι δίπλα στα φρύγανα της κοινογμωμοσύνης αδίστακτα πετάνε, να περιμένεις λιβάδια σκεπαστά με αργόσβηστες, λασπερές στάχτες. Αφού οι καύτρες, μ’ όλη τους τη θνησιγένεια, θα ‘ναι κοσμοκρατόρισσες και τους ανέμους που θα θελήσουν να τις πνίξουν θα καβαλήσουν. Δε θα τους φτάνει το ήρεμο ανταύγισμα της πτώσης, ούτε το εκηβόλο αντιφέγγισμα της πρώτης πτήσης. Πιότερη έκταση θα διεκδικούν ολοένα και πάν

Σιγαστήρες και Φλογοκρύπτες

Ό,τι ΄χα να πω, το έχω πει. Τώρα μονάχα επαναλαμβάνομαι. Έτσι εσχάτως αισθάνομαι. Τα ίδια λόγια φτάνουν στα χείλη, αφού οι ίδιες σκέψεις καίνε το νου. Κι όταν το ίδιο ακούγεται πάλι, κακόφωνο γίνεται μες στο κεφάλι. Ματώνει τα μάγουλα, κόβει τη γλώσσα. Πάντα πίστευα, όσα κι αν πω, πως θα ‘χω να πω κι άλλα τόσα. Ανάσες να παίρνω, να καταφέρνω να κάνω ρητά τ’ ασχημάτιστα. Να βρίσκω τον τρόπο να δείξω το δρόμο που με τη φαντασία περπάτησα. Κι οι λέξεις μου πλέξεις πάνω σε έξεις που δε θα μ’ αφήναν να σβήσω. Θέλω εκεί να γυρίσω. Να δέσω ονείρατα, λοξοδρομίες, γοργοεπήκοες αρνησικυρίες. Να φέρω στον κόσμο τον κόσμο που πλάθεται, να επιμένω ρωτάτε να μάθετε. Και θα αγόρευα και θα μιλούσα, χρυσάφι θα έκανα τις καρδιές π’ ακουμπούσα. Μα όμως δε γίνεται, αχ να μπορούσα, να ξέρω πριν μάθω αυτά που αγνοούσα. Οι λέξεις μου σώνονται, μετουσιώνονται, φθηνά φωτοαντίγραφα ντάνες. Κλεισμένοι στα τάρταρα, μ’ αλυσίδες στα πόδια, της παρρησίας τιτάνες. Όχι πως μου κλείσαν το στόμα. Όχι πως παίχτηκε δολιοφ

Ρυθμίσεις Έντασης Ήχου Ειδοποιήσεων

Όταν σου μιλάω, δεν ακούς. Όταν φωνάζω, ρωτάς γιατί δεν σου μιλάω ήρεμα. Σου απαντάω φωνάζοντας πως το κάνω γιατί αλλιώς δεν ακούς. Μα ούτε αυτό το ακούς, επειδή ψάχνεις να βρεις γιατί φωνάζω. Κι έτσι φωνάζω ξανά. ‘Όλο φωνάζεις’ μου λες. ‘Αν μου μιλούσες ήρεμα, θα σε άκουγα’. Και παίρνω ανάσα βαθιά και σου μιλάω ήρεμα. Σου λέω πως δε φωνάζω συνέχεια, παρά μόνο όταν δε με ακούς. Μα εσύ δε με ακούς. Τότε φωνάζω. ‘Δεν θα κάθομαι ν’ ακούω φωνακλάδες που δεν μπορούν να μιλήσουν ήρεμα’ καταλήγεις και σηκώνεσαι και φεύγεις για να γλιτώσεις από τις φωνές μου. ‘Πρέπει κάτι να κάνεις με τις φωνές σου’, μου λες την άλλη μέρα. Και σου μιλάω ήρεμα και προσπαθώ να εξηγήσω πως θέλω απλά να με ακούσεις για να μη χρειάζεται να φωνάζω. ‘Όχι, δεν είναι αυτό’, με διακόπτεις κι αποφαίνεσαι χωρίς ν’ ακούσεις. ‘Το κάνεις πάλι’ σημειώνω. ‘Ποιο;’ ρωτάς με αφοπλιστική απάθεια. ‘Το να μη με ακούς’, απαντάω σε αυστηρό τόνο. ‘Αφού όλο φωνάζεις’ αποκρίνεσαι. ‘Φώναξα τώρα;’ ρωτάω, καταβάλλοντας εμφανώς μεγάλη προσ

Πιστοποιημένες Ορειβατικές Διαδρομές

Την ασχήμια την βλέπουν μάτια χωμάτινα. Και χείλη καμένα απ’ το ψύχος την ομολογούν. Στοιχειωτικές παρηχήσεις στου φαραγγιού της επιβίωσης τ’ απόκρημνα, γκρίζα λιθάρια. Σκαμένα καθώς είναι αιχμηρά κι απαρακίνητα από τις ροές του σβέλτου χρόνου, της φλοίσβουσας λήθης και της αφρισμένης έμπειρης γνώσης που κάποτε κυλούσαν ξέγνοιαστες, χειμαρώδεις σ’ αυτά τα μέρη. Στέρεψαν ύστερα ή εξατμίστηκαν ή τράβηξαν γι’ αλλού. Κι αν πέρασαν ποτέ ζητάς να μάθεις, ψαχουλεύοντας μια στοίβα μαύρες πέτρες. Δεν είναι για επίσκεψη ετούτο το τοπίο. Δεν του ταιριάζουν ούτε εικόνες, ούτε ονόματα. Το κρύο του ταιριάζει κι οι λειχήνες και τα μανιώδη ουρλιαχτά του αέρα. Μα η ασχήμια, ως γνωστόν, είναι παμπόνηρη. Στο σακίδιο κρύβεται και στο παγούρι σου. Κι ανήξερος εσύ την κουβαλάς όπου κι αν πας μαζί σου. Βαριά τα βήματα, κοφτή η ανάσα. Θέλεις να φύγεις, να βρεις τοπία όμορφα, ζεστά. Φυσικό. Καθώς περπατάς διψάζεις. Κι όταν διψάσεις, πίνεις. Με κάθε γουλιά το νου σου κυριεύει. Με κάθε γουλιά λίγο σε ξεδιψά για

Δύο Σέντσια

Εξέφρασε ακόμα μία απρόκλητη γνώμη. Εμπρηστική. Ερμητική. Ερμαφρόδιτη. Πάρε θέση ευθαρσώς κι επειγόντως. Μετ’ επιτάσεως, επί παντός επιστητού. Στιγμή μη σιγήσεις και για θέμα κανένα. Έχεις νου, έχεις χορδές και πνευμόνια γεμάτα αέρα. Κι αν τα χείλη σου τρέμουν κι αν η ανάσα κονταίνει, μην αφήσεις να πιστέψουν πως γνώμη δεν έχεις. Πώς είσαι κανένας άτολμος ή υποτακτικός. Που δε στροφάρει ασύστολα και δε σπικάρει σταράτα. Που σωπαίνει από ενοχές ή ντροπή για τις απόψεις του. Μην τους αφήσεις να αναθαρρεύουν και να γελάνε στα μούτρα σου, χάνοντας χρόνο σκεπτόμενος. Ρίχτα ανακλαστικά, απ’ το στομάχι. Ξανά. Δυνατά και με πάθος. Μίλα, μη διστάζεις. Και μη σε νοιάζει πως οι συλλογισμοί σου μπορεί να είναι ολίγον τι πρόχειροι. Πως αγνοείς παραμέτρους. Ή δεν έχεις τις τεχνικές γνώσεις να εκτιμήσεις το εύρος τους. Πως δεν έχεις να προσφέρεις και τίποτα συναφές και ουσιώδες στην τελική. Λεπτομέρειες. Μην τυχόν και δεν τοποθετηθείς. Μια γνώμη οφείλεις να την πεις όπως και να ‘χει. Δανείσου, γάβγισ