Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αποσιωπητικά κι Απόστροφοι

Επίδοξα θαυμαστικά καταπίνω. Ξέρω πως οι παρακινητικές αναφωνήσεις δεν θ΄ αλλάξουν τον κόσμο. Όχι μόνο τον μεγάκοσμο του τρόμου και των θαυμάτων εκεί έξω. Ούτε καν τον διαχειρίσιμο και προσβάσιμο μικρόκοσμο της διπλανής πόρτας που τρίζει και κρυφοχαμογελά. Ίσως να το κατάφερνε κάποτε. Τότε που οι λέξεις ήταν ακριβές. Όμως οι άνθρωποι αναπτύσσουν πια αλλεργική δύσπνοια από τις γνώμες των άλλων. Όσο κι αν κομπολογίσει η αψάδα των αναπάντεχων φράσεων των πανιών τα δεσίματα, θα έρθει η επόμενη μέρα. Κι η συνήθεια, κυνική και σίγουρη, τις εργοστασιακές ρυθμίσεις θα επαναφέρει. Αυτές που εναπόθεσαν στη σάρκα βαθιά οι αρμολογήσεις του είδους. 

Ο καθένας πορεύεται μ’ όποια ξόρκια επιβίωσης του κληροδότησε το έμβιο εκμαγείο που τον σχημάτισε. Σοφό και άτεχνο. Αιώνες πριν. Σ’ έναν άλλο κόσμο. Που έχει αλλάξει στο μεταξύ. Ω, πόσο έχει αλλάξει. Συνεχίζω στη στράτα που μου δείξανε. Αλλιώς να κάνω δεν μπορώ. Κατάρα στυγνή και προίκα αμύθητη τούτες οι μυστικές οδηγίες. Όσο τρομακτικές και δόλιες και ξένες μοιάζουν στα έγκατα της ζήσης υπομνηματισμένες, τόσο ηδονικά παυσίπονες και ψυχοτρόπες αποδεικνύονται όταν ορίσουν με παρέλαση θριάμβου. Απ’ τους βουβώνες εκχέονται ορμητικές και πλημμυρίζουν το είναι, μόλις εκείνο, ενοχικό και τίμιο, τις κλώσεις του αρχίζει να ξηλώνει μ’ ωδίνες και ελπίδα. 

Έτσι πρέπει. Αλλιώς είναι επικίνδυνο και βλάσφημο. Παραδίνομαι στη ζάλη και το ημισκότος του σωτήριου κατευνασμού. Όπως ο νόμος της συνέχειας προστάζει. Στάλα τη στάλα αδειάζει το βλέμμα κι αφήνει τα μάτια γυμνά από κατεύθυνση. Σβήνει αργά ο ετοιμόλογος σπινθήρας στο πανωχείλι. Ο νους υπέροχος άδειος καμβάς. Ανάλαφρος, γαλήνιος, ασφαλής. Κι άξαφνα στο πρωτόλειο σύμπαν υπερκαινοφανείς εκρήξεις γεννούν πρωτοαστρική ύλη για χιλιάδες μανιφέστα. Πληρεξούσια. Ακέραια. Αστοχοανθεκτικά. Παλμός και έκσταση. Μακάρι τούτη την αίσθηση της ανέσπερης δύναμης να μπορούσα να εμπνεύσω. Να βιώσει κάθε πλάσμα την ευλογία. Ένα δάκρυ συγκίνησης κυλά στην ιδέα και ρίγος ανασηκώνει στον σβέρκο μου τις τρίχες. 

Βαθιά ανάσα και το περίλαμπρο φανέρωμα διαλύεται πριν συμπυκνωθεί σε λογισμό. Οποία ανακούφιση. Θα ήταν μεγάλη ευθύνη. Άσχετα που τα μανιφέστα τα έχουνε γράψει ήδη. Όλα τους. Πολλές φορές. Και θα τα γράψουν πάλι. Στις πρόχειρες, ευτελείς στιγμές και στα φαρδιά άχρονα διάσελα. Μικρά τα βήματα. Τα πρώτα. Θα τρέξουμε κάποτε. Όχι ακόμα. Αιώνες θα ‘ρθουν και θα φύγουν. Ο κόσμος θ’ αλλάξει. Μα σ’ ένα τουλάχιστον θα μείνει ίδιος: πάντα θα σχηματίζει το ύστερα. Αλλιώς να κάνει δεν μπορεί. Μ’ όσα ξόρκια επιβίωσης κληρονόμησε ο καθένας πορεύεται. Aσημάδευτες καταγραφές στον απόηχο ακερμάτιστων σκέψεων ίσως να είναι τα δικά μου.

Σχόλια