Σήμερα είπα θα χουζουρέψω λιγάκι, ευκαιρία ήταν. Μεγάλος πια για να παρελάσω ο ίδιος, ξαδέρφια και λοιποί συγγενείς ομοίως, οπότε ποιος ο λόγος να σηκώνομαι πρωί, να ντύνομαι και να κατεβαίνω στην πλατεία; Άσε που ο καιρός ήταν κάπως. Τελικά έβρεξε. Άκουσα τις στάλες απ’ το παράθυρο και τυλίχθηκα καλύτερα με το πικέ κουβερτάκι μ’ ένα αίσθημα δικαίωσης. Να που παρέλαση ούτως ή άλλως δε θα γινόταν. Όταν επέστρεψαν οι γονείς μου, είχα μόλις σηκωθεί κι ακόμη χασμουριόμουν. «Πώς πήγε;» ρώτησα εντελώς τυπικά και χωρίς καν να περιμένω απάντηση χώθηκα στο μπάνιο. «Εεε…» ξεκίνησε η μάνα μου κι εγώ έκλεισα τη βρύση. Οι δάσκαλοι όντως έκριναν πως ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος και, μετά τη δοξολογία και την κατάθεση στεφάνων, είπαν στα παιδιά: «Σκορπίστε». Εκείνα δεν σκόρπισαν. Έμειναν, το κουβέντιασαν και πήραν την απόφαση να κάνουνε παρέλαση κι ας βρέχει. Ο κόσμος τριγύρω, όχι πολύς μα αρκετός, χειροκρότησε ενθουσιώδης, πιο ηχηρά από κάθε άλλη χρονιά. Δε θα ‘ταν τέλειες οι γραμμές, ούτε συγ