Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2012

Βροχή, Ψυχή και Σημαία

Σήμερα είπα θα χουζουρέψω λιγάκι, ευκαιρία ήταν. Μεγάλος πια για να παρελάσω ο ίδιος, ξαδέρφια και λοιποί συγγενείς ομοίως, οπότε ποιος ο λόγος να σηκώνομαι πρωί, να ντύνομαι και να κατεβαίνω στην πλατεία; Άσε που ο καιρός ήταν κάπως. Τελικά έβρεξε. Άκουσα τις στάλες απ’ το παράθυρο και τυλίχθηκα καλύτερα με το πικέ κουβερτάκι μ’ ένα αίσθημα δικαίωσης. Να που παρέλαση ούτως ή άλλως δε θα γινόταν. Όταν επέστρεψαν οι γονείς μου, είχα μόλις σηκωθεί κι ακόμη χασμουριόμουν. «Πώς πήγε;» ρώτησα εντελώς τυπικά και χωρίς καν να περιμένω απάντηση χώθηκα στο μπάνιο. «Εεε…» ξεκίνησε η μάνα μου κι εγώ έκλεισα τη βρύση. Οι δάσκαλοι όντως έκριναν πως ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος και, μετά τη δοξολογία και την κατάθεση στεφάνων, είπαν στα παιδιά: «Σκορπίστε». Εκείνα δεν σκόρπισαν. Έμειναν, το κουβέντιασαν και πήραν την απόφαση να κάνουνε παρέλαση κι ας βρέχει. Ο κόσμος τριγύρω, όχι πολύς μα αρκετός, χειροκρότησε ενθουσιώδης, πιο ηχηρά από κάθε άλλη χρονιά. Δε θα ‘ταν τέλειες οι γραμμές, ούτε συγ

Μασκοφόρος Εκδιηγητής

Με θωρείς και θαρρείς πως με ξέρεις. Γελάω, στρίβοντας το μουστάκι. Θυμάμαι που κι εγώ κάτι τέτοιο πίστευα. Τότε, που ερμηνεύοντας κατά το δοκούν κάποια στοιχειώδη ανθρωπολογία, ήμουν πεπεισμένος πως τα άτομα του περίφημου είδους μας έχουν το καθένα ένα και μόνο πρόσωπο. Ήταν ο καθρέφτης, ένας φίλος που χάθηκε ή το λευκό χαρτί που μ’ ελευθέρωσε, δεν το θυμάμαι. Λίγη σημασία όμως έχει. Έκτοτε, περνώ το χρόνο μου σε αναζήτηση των πολλαπλών προσώπων, των δικών μου και των γύρω μου. Κι αν βρω κανένα που μ’ αρέσει –μπορεί και όχι, αρκεί να φαίνεται μοναδικά διαφορετικό- το φορώ και παιχνιδίζω.   “Μου πάει, μου πάει;” ρωτούσα αφελώς στην αρχή. Με κοιτούσαν με μάτια γιομάτα απορία και δίσταζαν ν’ απαντήσουν. Πέρασε καιρός να συνειδητοποιήσω πως ένα πρόσωπο έβλεπαν μονάχα. Κι αν κάποιοι είχαν υποψίες πως μπορεί να μην ήταν πάντοτε το ίδιο, τις έπνιγαν καθ’ υπόδειξη εκείνης της στρεβλής βεβαιότητας που κάποτε κατέτρυχε κι εμένα. Σπαζοκεφάλιασα επί μακρόν να βρω μιαν άκρη. Γιατί ποιό το νόημα

Άμα Εν Αγκάλαις

Δεν μου μιλάς κι έχεις βουρκώσει. Ανάθεμά με, τι έκανα; Ειλικρινά δεν ξέρω. Κοιτάω χαμένος που για μια ακόμη φορά τράβηξαν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μου. Συχνά συμβαίνει και ίσως πρέπει να το κοιτάξω. Ή ίσως απλά δεν πρέπει να περπατάω σε χαλιά. Μα το ‘χω συνήθειο να μένω ξυπόλητος κι αν πατήσω στο πάτωμα θα μου φωνάζεις: “Τώρα σφουγγάρισα!” Πες μου. Δεν ξέρω κι αν δεν το πεις, δε θα μάθω. Στα μάτια σου γυαλίζουν αβεβαιότητες και διαθλούνται φοβίες. Δικές σου, δικές μου, δεν ξεχωρίζω -κι ούτε έχει σημασία γι’ ανθρώπους που μοιράζονται ένα σεντόνι. Πες μου.   Αν και οκλαδόν, δεν διαλογίζομαι. Κάτι τέτοιο θ’ απαιτούσε συγκέντρωση που εμφανώς για την ώρα δεν έχω. Δυο μαξιλάρια, σκεπάσματα κι έπειτα εσύ, στην άλλη άκρη, άγρυπνη Ωραία Κοιμωμένη. Είναι η σιωπή σου όμως που μας χωρίζει. Εντάξει, ίσως είναι η δική μου αφέλεια. Καλές προθέσεις είχα ο καψερός. Δε μου αξίζει να σπάω το κεφάλι μου. Πες μου. Μου γνέφεις όχι και διπλοκλειδώνεις τα χείλη. Να τρέχω γι’ αντικλείδια μέσα στη νύχτα δεν

Το Ποτήριον Τούτο

Πιοτί πικρό το πείσμα. Και δεν τα μπορώ καθόλου τα πικρά! Γι’ αυτό κι όποτε με προκαλούνε να το πιω, στύβω στα κρυφά και λίγο εγωισμό μέσα. Όχι πως γίνεται καλύτερο, απλά ξεγελιέμαι και το καταπίνω. Αψύ, καυστικό, μ’ ανακατεύει. Αυτοστιγμεί το χιλιομετανιώνω. Όμως δεν πρέπει να τ’ αφήσω να φανεί, αλλιώς άδικος κόπος. Και το στοίχημα θα χάσω και θα με πούνε ξενέρωτο. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς υπάρχουν άνθρωποι που το αντέχουν. Σαν αδειάσει το ποτήρι, με κοιτάει ο άλλος μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο να σχηματίζεται, αιχμηρό, αυτάρεσκο. Γέρνει πάνω από την μπάρα: “Δυο απ’ το ίδιο”. Ιδρώτας κρύος στη ράχη κι οι κρόταφοι βουίζουν. Κάνω να τους ανακουφίσω με τ’ ακροδάχτυλα. Το βλέπει, σηκώνει το φρύδι, το σκέφτεται κάπως: “Διπλά”, διορθώνει την παραγγελία. Ταυτόχρονα σηκώνεται όρθιος, συμμαζεύει το παντελόνι, ρουθουνίζει μια-δυο κι ανακοινώνει πως επιστρέφει. Τον παρακολουθώ που, διασχίζοντας το πλήθος, κατευθύνεται στις τουαλέτες. “Γιατί;” ψελλίζω και εκπνέω παρατεταμένα, να αδειάσω

Σπασμένο Τζάμι

Οι ουδέτεροι παρατηρητές εκλιπαρούν για αποκλιμάκωση. Όλοι απεύχονται γενικευμένη σύρραξη. Δεν την αντέχει το σαλόνι! Διαμεσολαβητές απεργάζονται κάποια διπλωματική πρωτοβουλία. Μες στον αχό τα λόγια σκορπίζονται. Μες στην οργή τα ώτα κωφεύουν. Τα χείλη ανοιγοκλείνουν μάταια κάτω απ’ τη σκιά της υψωμένης γροθιάς. Δε μας ακούνε, πρέπει να πάμε πιο κοντά. Διστάζει εκείνος. Πρέπει! Αν όχι εμείς, ποιοι; “Θέλεις αλήθεια να μπούμε στη μέση;” ρωτάει με φωνή ασθενική, όλο ρήγματα. “Ποιος θέλησε ποτέ να είναι στη μέση;” απαντώ και κινώ μπροστά. Εκείνος δεν θα ‘ρθει. Δεν μπορεί να διαβεί το χείμαρρο τα δάκρυα. Τον αφήνω προς ώρας, έγνοιες άλλες πρωτεύουν. Σημαία λευκή η φανέλα μου και κράνος γαλάζιο –σαν τον πρωινό ουρανό που υπόσχομαι εφεξής ν’ αγναντεύω- καλές προθέσεις. Δεν είναι άγνωστη η αποστολή, δυστυχώς. Άγνωστοι είναι οι εμπόλεμοι. Άγνωστοι γιατί για καιρό δε νοιάστηκαν να θυμηθούν την παλιά αμφικτιονία. Απομονώθηκαν για χάρη ενός εγω-πυρηνικού προγράμματος –για ειρηνικούς σκοπού

Διακρίνουσα

Στις υψηλοβάθμιες εξισώσεις της ζωής οι σταθερές που ανακαλύπτεις σου λύνουνε τα χέρια. Γιατί ξέρεις πως σε κάθε περίπτωση μπορείς να βασίζεσαι πάνω τους. Έτσι είσαι ελεύθερος και ξέγνοιαστος να τρέχεις ξοπίσω απ’ τις απροσδιόριστες μεταβλητές. Τσαχπίνες βλέπεις, με τη γοητεία του άγνωστου, ανάλαφρες, πολυώνυμες νεράιδες. Κι όσο εσύ τις κυνηγάς, δώσ’ του αυτές ξεφεύγουν, μ’ ένα γελάκι πονηρό, πνιχτό που παραπάνω σε πεισμώνει. Δεν θα γινόταν το κυνήγι αν δεν είχες κάπου να πατήσεις. Αδιαμφισβήτητα. Ποσώς σε νοιάζει. Δεν σου περνάει καν απ’ το μυαλό έτσι συνεπαρμένος που ‘σαι απ’ την αδρεναλίνη της αναζήτησης. Αρκεί που έχεις να πατήσεις. Οι σταθερές αντέχουν. Χαίρονται που βοήθησαν. Καμαρώνουν που πέτυχες. Γι’ αυτό άλλωστε τις ονομάζεις σταθερές. Μα μέσα τους πυρώνουν. Τους πιάνουν τα υπαρξιακά τους. Αχ και να ‘ταν μεταβλητές! Ίσως ξοπίσω τους να μην έτρεχες. Θα έδειχνες όμως ένα x ενδιαφέρον. Ένα βλέμμα αναγνώρισης αρκεί. Εντωμεταξύ πάλι τηλεφωνείς να βοηθήσουν με μεταβλητή καινούργια.