Οι δάσκαλοι όντως έκριναν πως ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος
και, μετά τη δοξολογία και την κατάθεση στεφάνων, είπαν στα παιδιά:
«Σκορπίστε». Εκείνα δεν σκόρπισαν. Έμειναν, το κουβέντιασαν και πήραν την
απόφαση να κάνουνε παρέλαση κι ας βρέχει. Ο κόσμος τριγύρω, όχι πολύς μα
αρκετός, χειροκρότησε ενθουσιώδης, πιο ηχηρά από κάθε άλλη χρονιά. Δε θα ‘ταν
τέλειες οι γραμμές, ούτε συγχρονισμένο το βήμα –πότε ήταν; Δεν έμαθα αν έμεινε
κι η μπάντα να παίξει το εμβατήριο ή αν μόνο οι στάλες της βροχής και οι
καρδιές των μαθητών εδίναν το ρυθμό. Ούτε αν ο πιο «επίσημος» ήταν ο διπλανός που
έλαχε να φορά καλό σακάκι, ένεκα της ημέρας.
Μετανιώνω κάπως που δεν ήμουν εκεί για να το δω. Ωστόσο το
φαντάζομαι, όμορφη σκηνή, ελπιδοφόρα. Σειρά ομπρέλες εκατέρωθεν του κεντρικού
δρόμου του χωριού. Βρεγμένα σημαιάκια που πασχίζουν ν’ ανεμίσουν στα χεράκια
νηπίων που, κάτω από την κουκούλα του μπουφάν, κοιτούν χωρίς να ξέρουν τι
βλέπουν αλλά χαμογελούν γιατί ξέρουν πως αυτό αρμόζει. Μια μαυροφορεμένη
γιαγιά, συναισθηματικά φορτισμένη από αναμνήσεις, στο μπαλκόνι της
πολυκατοικίας της ν’ αγναντεύει κάτω. Και βέβαια τα παιδιά που μείναν για να
ολοκληρωθούν τα δρώμενα της ημέρας κατά πως έχουμε συνηθίσει. Οι αράδες αραιές
μα μια πρωτόγνωρη σπιρτάδα. Όχι όπως εκείνο το βηματισμό της μαριονέτας υπό το
βλέμμα το βλοσυρό του γυμναστή.
Κανένα αυστηρό παράγγελμα δεν έδωσε το έναυσμα εκκίνησης. Ο
χρονισμός και η σειρά εντελώς αυτοσχέδια. Οι σημαίες μπροστά, πρώτη φορά όλες
μαζί, συστάδα, μικρό γαλανόλευκο αλσύλλιο. Χωρίς παραστάτες. Αφού ήταν όλοι
τους παραστάτες. Η αλήθεια είναι πως δεν κράτησε πολύ. Λιγότερο κιόλας απ’ ό,τι
συνήθως. Όμως τουλάχιστον κανείς δε διανοήθηκε να πετάξει στραγάλια. Κάτι είναι
κι αυτό. Και μίνι φούστες προκλητικές και μαλλιά ατίθασα με τζελ ήρθαν να
κάνουν κάτι και το έκαναν. Με τη θέλησή τους και ανεξαρτήτως συνθηκών. Μπράβο
παιδιά!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου