Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τροπικά Επιρρήματα

Ενδιάμεσα απ’ τις φωνές ιχνηλατείς. Μετ’ εμποδίων. Για επιβίωση. Στη μαγεμένη ζούγκλα αυτή των χορταριασμένων αντιλάλων και των υπέρψηλων απόψεων με τις πυκνές φυλλωσιές που κρύβουν τον ουρανό ολωσδιόλου. Κρατάς ματσέτα κοφτερή. Σφιχτοδεμένη στον καρπό να μη χαθεί. Να μη χαθείς εσύ. Χωρίς έλεος σχίζεις ό,τι στο διάβα σου βρεθεί και σ’ εμποδίζει τα λίγα που αποφάσισες επόμενα βήματα να πάρεις. Αγκάθια, κληματσίδες και λουλούδια. Τη διαδρομή ολάκερη -μ’ αφετηρία, σταθμούς και προορισμό- δεν τη γνωρίζεις. Ούτε πότε ξεκίνησε ο άθλος. Ούτε ποιός σε όρισε σφαγέα της οργασμιαίας βλάστησης του ανεξήγητα πνιγηρού ενδιαιτήματος. Μα δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. 

Αν σταματήσεις, θα σε καταπιεί. Δεν το δοκίμασες, αλλά το ξέρεις ενστικτωδώς. Το βροχοδάσος, όπου φύονται ενδημικά σολιψιστικές αυθεντίες, είναι αδηφάγο και μοχθηρό. Καραδοκεί θροΐζοντας, τάχα αμέριμνο, στην πρώτη ευκαιρία να σε δέσει στην άχρονη σήψη και τις αμάραντες σκιές. Σε θέλει αιχμάλωτο και τρόπαιο κάτω απ’ τη θαλερή, πανούργα κωμοστέγη. Κάθιδρο από αγωνία και πάσχισμα στο υπέρυγρο τοπίο. Μίζερο, απαρήγορο, παραδομένο. Γιατί αλλιώς τόσο επίμονα παραπέτασμα να στήνει ανάμεσα σε σένα και τ’ αστέρια; Του πλοηγού το παίνεμα και του ονειροπόλου την παρηγοριά. Γιατί να κρύβει τα μονοπάτια με θάμνους χαμερπείς και ρίζες άθαφτες; Γιατί ήρθες; Ήσουν ανέκαθεν εδώ; 

Κομμάτια να γίνουν τα πάντα. Κομμάτια θα τα κόψεις εσύ. Ένα ζευγάρι μάτια δεν συνάντησες. Κι ας νιώθεις πως σε καρφώνουν κάθε στιγμή χιλιάδες από δαύτα. Από ψηλά ακούς θεωρίες χωρισμένες σε θιάσους να τσιρίζουν πιθηκίζοντας. Αγνοείς αν ψάχνουν ώριμα φρούτα ή σπάζουν άγουρα κόκαλα -ή και τα δύο. Γνώμες σμάρι βομβίζουν ασταμάτητα κάπου κοντά. Φαγούρα σου έρχεται χωρίς το δέρμα να τρυπήσει κεντρί ή προβοσκίδα. Στο έδαφος, ανάμεσα σε λάσπες και πεσμένα φύλλα, σέρνουν τις φολίδες ή τις βλέννες τους ρητορείες, αρχόντισσες της παραλλαγής και της συγκάλυψης. Παραφυλούν να εξαπολύσουν την κολλώδη αρπάχτρα γλώσσα ή το φαρμακερό τους δήγμα. 

Θέλησες να σκαρφαλώσεις, μήπως μια άλλη προοπτική αλλάξει την πορεία. Μα βρύα γλοιώδη φυτρώνουν στους φλοιούς κι η πρόσφυση εκλείπει. Θέλησες δαδί ν’ ανάψεις, να γίνεις πυροποροδιανοίχτης, σβέλτος και σίγουρος. Μα όλα τριγύρω είναι μούσκεμα και ικανό προσάναμμα δε βρήκες. Μόνος σου σύμμαχος, η αστόμωτη κόψη που κραδαίνεις. Η αλήθεια είναι πως την εικόνα σου ψάχνεις να δεις για να μερέψεις. Ίσως γι’ αυτό ολοένα ανασηκώνεις τη ματσέτα. Όχι πως θέλεις να φτάσεις πουθενά. Τούτο το θολό αντικατόπτρισμα στου μέταλλου τη θλιβερή γυαλάδα αποζητάς. Μα δεν το βρίσκεις κι απογοητεύεσαι. Ή χειρότερα, το βρίσκεις και με αποτροπιασμό τη λεπίδα κατεβάζεις.

Σχόλια