Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ολόκληρο

Ένα μεγάλο μπράβο για όσους περατώνουν ιστορίες. Δεν είναι εύκολο την τελευταία ανάσα να τραβήξεις και στην αφόρητη ησυχία του μετά να καταπλεύσεις. Ν’ αφήσεις τύχες που κράταγες στα χέρια σου, κατά τις μυριάδες της πλάσης εποχές, να περπατούν ορφανές και ξεκαπίστρωτες σε μέρη που δεν έφτιαξες και που ο νους σου δεν ορίζει απολύτως. Σε ξένα σμιχτόφρυδα να υποκλίνονται. Να πλένονται σε ποταμούς δακρύων που δεν αρδρεύσανε τα μάγουλά σου. Κι εσύ να μη τις ματαδείς. Ποτέ όπως τότε που έξω τις τράβηξες απ’ τη μήτρα του αφάτου. Και σχήμα τους έδωσες να έχουν, να κυλούν και να γυαλίζουν.

Θέλει ψυχή την τελευταία λέξη να αρθρώσεις. Στιβαρά μα με αβρότητα. Χωρίς πένθιμη οργή και τύψεις σπαρακτικές που βασανίζουν τους νοσταλγούς ή τους αγύρτες. Στον πειρασμό της αέναης ανασκευής ν’ αντισταθείς. Πορεία να χαράξεις στον αυτόκτιστο λαβύρινθο. Μ’ όλα τα νήματα που έδεσες στον μίτο, ώσπου ξετύλιχτος τελείως ν’ απομείνει. Μα όχι άλλα που χυδαία και αχόρταγα το μήκος επεκτείνουν. Μπορεί να πιστεύεις πως, ένα στάδιο ανάκαρα αν είχες, θα ‘χτιζες αρχιτεκτονήματα ζηλευτά εις τους αιώνες. Πολλές φορές ανώτερα απ’ όσα κατόρθωσες ως τώρα. Το πιθανότερο ν’ αντάλλαζες κολώνες σμιλευτές με ικριώματα ή να γινόσουν θυσία στον μινώταυρο του ανυπόστατου. 

Πλήρες το έργο σαν γράψεις την τελεία και την παύλα έτσι ώστε φυσική κατάληξη στον δέοντα χρόνο να λογίζονται. Ούτε πιο πριν, ούτε αργότερα. Πίσω να μην κοιτάξεις κι ας χρειαστεί τα χείλη να δαγκώσεις. Και να φανείς του Ορφέα σθεναρότερος στο ανέβασμα. Απ’ τον κόσμο των δροσερών θαυμάτων που ανάλαφρα και θελκτικά χορεύουν. Στον ήλιο τον καυτό και τον στρατάρχη που μυδράλια ανηλεών τετριμμένων διατάζει. Γιατί, όσο παράλογο κι αν μοιάζει, κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο διαβάζουνε και γλύφουνε τα δάχτυλα για να γυρνούν σελίδες. Και στη σπηλιά δεν έμαθε κανείς τι πάει να πει φυλλομετρώ. Όχι τουλάχιστον αλήθεια. 

Θέληση θαυμαστή να μη γευτείς λωτούς φιλέματα από ατελή, καινά και διάφορα. Απεριτίφ σε βεράντα με απέραντο αγνάντι. Αν μείνεις, τα ηλιοβασιλέματα θα ντυθούν ανατολές και θα χάσεις το καράβι για το σπίτι. Είναι γενναίο να πεις μέσα σου: “Η δουλειά μου εδώ τελείωσε” να σηκωθείς, εγκάρδια να χαιρετήσεις και να φύγεις. Ή, αν το τολμάς, να επιλογήσεις με το αμίμητο “Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”. Και δυο στιγμές να εγκαρτερήσεις ώσπου τα μάτια τριγύρω στην άνοιξη που επικαλείσαι πίστη ν’ ομολογήσουν. Και ν’ ανθίσουν. Πρώτα δειλά κι ύστερα αμέριμνα. Μυρωδιές και χρώματα που άλλες ιστορίες θα γεννήσουν.

Σχόλια