Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σχεδόν Συνεπώνυμος της Ώστην

Ο νους που συγχύζεται μονοφυσίτης. Χωμάτινο σώμα ή πύρινο φάντασμα. Στο ένα ή στ’ άλλο διαλέγει να στέκεται, θέσεις απλοϊκού διακόπτη. Στην τραχιά γη σαν πατά με πατούσες χαλύβδινες κι οι δρασκελιές του οργώνουν κακοτράχαλα χώματα, μετρά τον κόσμο σε μόδιους σιτάρι. Σπυρί το σπυρί συνάζει το δρέπος, σκαθάρι του ήλιου κι εντελής Σίσυφος. Απεναντίας, σαν σχίζει αιθέρες μακάριους, με φτερούγες μελιού και χέρια απλωμένα να υφαίνουν ασημοκέντητα νέφη, μετρά τον κόσμο σε ανάσες δροσιάς. Αιώνες κι αιώνες σκορπά τους ανέμους, σταχτοτσικνιάς και Ίκαρος αιέν υψικράτης. Μα οι δυνάμεις του λόγου τριπλές και διάχυτες. Αντάμα κι οι τρεις. Ειδαλλιώς άνοια. 

Ο λόγος ο πράγμων έχει τη δύναμη τη λεκτική. Τις πρώτες ύλες με διάκριση κι επιμέλεια συνάζει και τακτοποιεί σε οψοθήκη ευρύχωρη και μυρωδάτη. Ξέρει πού να τις ψάξει, πώς να τις μαζέψει και τι επίγευση μπορούν να δώσουν. Οι ύλες μονάχες τους δεν έχουν σχήμα ταιριαστό, ούτε πάγια αποστολή. Έτσι κανένας δεν φουρνίζει ακόμα. Άρτια αρχή, μα το ένα τρίτο δεν φτάνει. Χωρίς μερακλίδικες πλάσεις και σεμνές διακονίες, οι ύλες είναι χρηστικές μ’ όχι χρήσιμες. Είναι τα λόγια όπως υπάρχουν στην άγρια φύση, χωρίς τις όψεις που παίρνουν στο προκομμένο το κεφάλι μας και των άλλων τα πρόθυμα αυτιά. 

Ο λόγος ο εμπράγμων έχει τη δύναμη την προσλεκτική. Με μεράκι και τέχνη το ζυμάρι μορφώνει σε πάγκο εργασίας πρακτικό κι ιδιόχειρο. Ξέρει πώς να συνθέτει συστατικά, τι ποσότητες απ’ το καθένα να προσθέσει και πόσο χρόνο ψησίματος χρειάζεται το μείγμα. Οι πλάσεις μονάχες τους χαρίζουν όγκο σφυρίζοντας αδρό σκοπό. Ωστόσο κανένας δεν μασάει ακόμα. Μέση μεστή, μα το ένα τρίτο δεν φτάνει. Χωρίς αγνές ύλες και σεμνές διακονίες, οι πλάσεις είναι σκοπικές μ’ όχι σκόπιμες. Είναι τα λόγια όπως υπάρχουν στο προκομμένο το κεφάλι μας, χωρίς τις όψεις που παίρνουν στην άγρια φύση και στων άλλων τα πρόθυμα αυτιά. 

Ο λόγος ο διαπράγμων έχει τη δύναμη την απολεκτική. Μ’ αγάπη και πρόφταση κόβει και προσφέρει τον άρτο σε τραπέζι πλατύ κι ανοιχτό. Ξέρει πώς να μοιράζει τις μερίδες, πώς να συγυρίζει τα πανέρια και κυρίως γιατί κοπιάζει. Οι διακονίες μονάχες τους ψελλίζουν ταπεινά καλωσορίσματα. Κι όμως κανένας δεν είναι σίγουρο πως έχει χορτάσει ακόμα. Τίμιο τέλος, μα το ένα τρίτο δεν φτάνει. Χωρίς αγνές ύλες και μερακλίδικες πλάσεις, οι διακονίες είναι κοινωνίσημες μα όχι κοινωνία. Είναι τα λόγια όπως υπάρχουν στων άλλων τα πρόθυμα αυτιά, χωρίς τις όψεις που παίρνουν στην άγρια φύση ή στο προκομμένο το κεφάλι μας.

Σχόλια