Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θου, Κύριε

Ένα αυτί κρεμασμένο χυδαία, καταμεσής της πλατείας των ήχων, ψάχνει αχόρταγα μ’ ανάσα κομμένη. Είναι τυφλό κι οργήλο κι άχαρο κι εκδίκηση θέλει. Δεν ξέρει γιατί. Δικαιοσύνη το λέει. Απαιτεί ο κόσμος -που πάντα γυρίζει τις ακατανόητες του ιλίγγου τις σβούρες - να ‘ρθει να σταθεί κατά πώς νομίζει εκείνο πως πρέπει. Να σταθεί να τον εξετάσει, να τον μετρήσει και να τον βγάλει λειψό. Αλάνθαστη κρίση. Τρανός θυροφύλακας που διαφεντεύει περάσματα νευραλγικά κομπάζει πως είναι. Όντως, πλάι σ’ αυλόπορτα βαριά κι ιεροπρεπή έχει το πόστο του. Να την, στέκει μονάχη, αλλόκοσμη, μπρος σ’ αδρά χαλάσματα κι ίσκιους πηχτούς του απλησίαστου.

Ίσως κάποτε εδώ, σ’ αυτήν τη θλιβερή αλάνα με τα ερείπια, να υπήρξε ένα μέγαρο μεγαλοπρέπειας. Με χλόη δροσερή στον κήπο του. Και φαναράκια να φέγγουν τα μονοπάτια για τους επισκέπτες τα βράδια. Μα κι αν υπήρξε, οι επισκέπτες έπαψαν να ‘ρχονται. Κι ύστερα πέρασαν χρόνια κι αγέρηδες ληστές. Τώρα αγκάθια και χόρτα ψηλά και θραύσματα. Ο φοβερός μαντρότοιχος κατέρρευσε πια ολάκερος. Ξέπνοα τούβλα, λόγχες και σκόνη. Τι κι αν το όριο συλήθηκε από περικοκλάδες αυθάδικες και χαμερπείς κάμπιες; Τους δόλιους ενοίκους βαστάει δεσμώτες κάστρο νοερό της περηφάνιας. Κανείς δε βγαίνει απ’ το λαβύρινθο τούτο της λησμονιάς και της παράλυσης.

Κανείς απελεύθερος. Κανείς του αρμαγεδδώνα που θα ‘ρθει απόμαχος. Κανείς κρυφός εραστής, αφηρημένος γλυκά. Ή σκασίαρχος έφηβος που ‘χει απειθαρχία και ζαβολιά εξισώσει. Ή εργάτης χειρώνακτας να επισκευάσει εργαλεία. Τουλάχιστον όχι κανείς που ξέρει ν’ αναγνωρίζει την αγριολαλιά των περίεργων όντων που ζούνε πέρα απ’ το μέγαρο που κι αν και ξέφραγο πια -εξόν απ’ τη μεγάλη αυλόπορτα- παραμένει οχυρό και μπουντρούμι. Μονάχα τ’ αυτί. Πιστός υπηρέτης της ακατανίκητης συνήθειας. Με το κλειδί κρεμασμένο σκουλαρίκι μονάκριβο, πειστήριο της αυτεπάγγελτης εξουσίας του, τριγυρνά στην πλατεία. Ύστερα στους στενούς παράδρομους και τα ανήλιαγα σοκάκια αναζητά ψηλαφιστά το επονείδιστο έπαθλο της φρονιμάδας του.

Μ’ όσα μαζεύει κακομοιριάς χαλίκια και σβώλους παρανόησης ένα λαίμαργο τέρας ταΐζει. Κάποτε ίσως κελάρυζε στη θέση αυτή δροσερό συντριβάνι. Όχι πια. Αντ’ αυτού, πηγάδι βαθύ που στα έγκατα της πλάσης φτάνει. Κι εκεί στα τρίσβαθα του ερέβους που το λιθάρι βράζει, γεννιούνται μυκηθμοί κι αλαλάγματα που συνταράζουν το αρχέγονο ίζημα. Κι αναπηδά και πάλλεται και στα πετρόχτιστα τα σωθικά του φρέατος σκαρφαλώνει. Είναι ο μέγας κοχλασμός αυτός πρόσκληση κι απειλή. Που το αυτί θαυμάζει και τρέμει. Είναι ένα στόμα. Ανόητο, άρα παντοδύναμο. Πίδακας σαν αναβλύζει, πανηγυρική οδύνη και τρόμος που καίει και διαβρώνει τους ήχους. Στάσου! Εσένα σε μέτρησα;

Σχόλια