Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Κήρυκας Πρέπει να Πεθάνει

Θέλει το είναι μου να στέκομαι ψηλά. Και το πανόραμα από κάτω να θαυμάζω. Δεν το αντέχω το να μένω χαμηλά. Δεν το μπορώ την στροφορμή στοιχείων να εξετάζω. Μ’ αυτή η απόσταση που χτίζουνε τα ύψη απ’ τις βοές που ενδύονται οι δρόμοι, μπορεί ν’ αλλάζει τους σφυγμούς και τα μεγέθη κι έτσι ελέφαντες να επιτίθενται στη ρώμη. Τότε το σύννεφο όπου στέκομαι επίσκοπος, πασχίζει άδικα το αυτεξούσιο να βαστήξει. Χάνει τα νήματα τα ροδοχρυσαφιά και σαν άγριο άλογο αφηνιάζει να με ρίξει. Πριν καν σκεφτώ να κρατηθώ στο χαλινάρι, μια καταιγίδα τ’ αντικλείδια των πνοών μου έχει πάρει. 

Ξυπνώ μ’ αστροπελέκια να κυλάνε μες στις φλέβες. Γράφουν καλέσματα υποδόρια με θάμβους. Φρικτά πονάει το κεφάλι απ’ το πέσιμο και τραγουδά για τους επίγειους θριάμβους. Εδώ που ήρθα δεν ανέχονται κρημνίσεις. Ό,τι πέφτει την καταφρόνηση αξίζει: “Αν τόσο μπέικα την έβγαζες ελόγου σου, γιατί η κεφάλα σου απ’ τα καρούμπαλα σφυρίζει;” Κατάχαμα πώς να μιλήσω για υπερπτήσεις; Και πώς να ομοιάσω τα χαλίκια με αστέρια; Γλώσσα που γυρίζει είναι ασέβαστη αν δεν στηρίζεται σε φτιάξεις απ’ τα χέρια. Δεν αναστέλλεται των έκπτωτων η θήρα. Τι κι αν κατάγματα στα κόκαλα της θέλησης, πρέπει επειγόντως να εγκαταλείψω τον κρατήρα. 

Φθηνό φινίρισμα οι μαντείες των σοφών, χρωματισμός διαφήμισης των στρωμάτων επιφάνειας. Αποκρύπτουν χαυλιόδοντες γαμψούς, φυτεμένους στα σαγόνια της φθοράς και της παράνοιας. Αλήθεια, ποιος τα σμίλεψε αυτά; Σουβλιά στρεβλά, ματωμένα και κακόμοιρα. Θαρρείς πως κάποτε στηθήκανε σμιχτά να πιάσουν μύχιους πόθους και καταραμένα όνειρα. Τίνος το τίμιο αίμα άλικοι λεκέδες μαρτυρούν; Τίνος την έξαλλη γνώση οι εγκοπές κι οι παρατάξεις; Άραγε σεβάσμιοι εδώ κάτω τριγυρνούν ή εξοριστήκανε αφού ακούσαν αναιδώς τα εξ αμάξης; Δεν είναι μέρος προσφιλές για αναθήματα. Τα λόγια κόβονται πριν αρχίσουν να αιωρούνται. Σώφρων κανείς άλσος ανήκουστο για διαλεκτήριο δεν θα διάλεγε, επομένως μακάριοι οι φύλακες κοιμούνται. 

Θροΐζουν άχαρα κεραίες και καλώδια. Ψηλοί κορμοί, ατσάλι και ταλέντο. Άδεια πρόσωπα στα κλαδιά ανήσυχα που προσπαθώ ο ανίδεος να σκαλωθώ σε δέντρο. Τα γρατσουνίσματα ξυπνήσαν τους περίεργους κι οι πιο ευέξαπτοι το δίκιο ακονίζουν. Ύψος απροσμέτρητο σε ξένους και ταραξίες δεν χαρίζουν. Κάτω απ’ τους ίσκιους των ψυχρών ψυχών και του τσιμέντου, νιώθω το φως μου αχνό μα λαοπλάνο. Η έλξη ο μόνος τρόπος να επιστρέψω πάνω. Λυχνάρι μου, δώσε δύναμη. Φωτιά να δουν να τρέξουν. Τα τόσα αντιφεγγίσματα τα μάτια τους ν’ αντέξουν. Δεν προμηνύω τίποτα. Ζυμώνω τη νεφέλη. Κι όποιος το κρίνει ωφέλιμο ας ανεβεί αν θέλει.

Σχόλια