Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Σκαλιστό Αλογατάκι

Είχα ένα αλογατάκι σκαλιστό. Χωρούσε -τόσο δα- στην απαλάμη μου. Γεννήθηκε ξύσμα το ξύσμα, μ’ αγάπη και μεράκι. Ώρες περνούσαν, τα χέρια δούλευαν, σπουδαίο έργο. Με σφαλιστά τα βλέφαρα έβρισκα καμπύλες και αιχμές, ψηλαφώντας αισθαντικά με τ’ ακροδάχτυλα του αντικρινού χεριού. Έτσι μονάχα μου φανερώνονταν το σχέδιο στου μυαλού το μάτι για να ‘ναι λυγερόκορμο κι ολοζώντανο -όπως πραγματικά του αξίζει και του πρέπει. Ήταν φορές που το ‘κλεινα ολάκερο στη φούχτα για να νιώσω τις γραμμές του. Χλιμίντριζε, θαρρείς, τότε εκείνο κλειστοφοβικό και μεμιάς το ξέσφιγγα ανήσυχος. Εκείνα τα ρουθούνια, τα γεμάτα καλπασμό, μ’ έκαναν να νιώθω τρανός τεχνίτης.

Φυσικά, τρανός τεχνίτης δεν ήμουν. Όλο άφηνε το σουγιαδάκι χαρακιές. Άντε κάποιες έδιναν υφή και ύφος. Άλλες εξαφανίζονταν, ευτυχώς, μ’ ένα ελαφρύ τρίψιμο με γυαλόχαρτο. Μα ήταν κι άλλες βαθιές, αδικιολόγητες. Κάθε φορά που τις εντόπιζα, βαστώντας ακόμη το άπονο εργαλείο της κακοτεχνίας μου, έτριβα με τη βάση του αντίχειρα τη ράχη της μύτης σαστισμένος κι άφηνα τη γροθιά ν’ αράξει στο πανωχείλι. Στιγμές ένοχης αδράνειας μεσολαβούσαν. Βαθιά εισπνοή, πληρωτική. Ή που θα ‘χωνα παραιτημένος το ξυλόγλυπτο στην τσέπη. Ή που θα κρεμούσα τη γλώσσα πεισματάρικα, πεπεισμένος πως μπορώ να τα διορθώσω όλα με τη δύναμη της θέλησης και μόνο.

Ήταν η τσέπη παλινωδία κι η θέληση ήταν πλάνη. Πάλι το ξέβγαζα ανυπόμονα και το ερευνούσα ενδελεχώς γι’ ατέλειες. Πάλι το φόρτωνα σημάδια απρόσεχτα και το παράταγα αγανακτισμένος. Η μόνη λύτρωση να παραδεχτώ πως αποτέλειωσα. Ν’ αφήσω πέρα τα σουγιά και να χαρώ την ομορφιά ως έχει. Όρθιο να το στήσω στην παλάμη, να το ξεσκονίσω ελαφρά, να το σηκώσω στο ύψος των γυαλιών και να χαμογελάσω μ’ ευγνωμοσύνη. Τούτο εδώ είχε μορφή πριν πιάσω καν το ξύλο. Στιβαρή, ακέραια, αχαλίνωτη. Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να την ελευθερώσω αυτούσια. Ήθελα ν’ ακούω τις οπλές να σπινθηρίζουν σβέλτες. Κάθε χαρακιά σπιρούνιασμα.

Όχι, ψέματα, δεν είχα ποτέ αλογατάκι σκαλιστό. Δεν ξέρω πώς εργόχειρα να φτιάχνω απ’ τις εκλάμψεις. Μήτε πόρους να διαλέγω. Μήτε κατεργασίας μυστικά. Εξάλλου, τα σκαλιστά υπακούν σε μια εντελέχεια αυτιστική. Τον εαυτό σου ανασταίνεις μέσα απ’ την ύλη και τίποτα άλλο. Όλη η μαστοριά στη φιλοτεχνούσα κόψη δεν είναι παρά άμοιρου νου ενστικτώδης αντανάκλαση. Απτή αυτογνωσία, όντως, μα δε φτάνει. Δε φτάνει γιατί απερίσκεπτα λογίζει δημιουργία την ύπαρξη. Δε φτάνει γιατί οι χαρακιές είναι πάντοτε απαρήγορα αληθινές. Κι ας τις κρύβει προσωρινά άχλη αποτρίμματα που αιωρούνται. Αν με ακούς που κάθε τόσο ξανασαίνω, μην απορείς: φυσώ να φύγουν ροκανίδια.

Σχόλια