Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ars Noctis

Βράδυ αργά. Γι' άλλη μια φορά δεν είχα ύπνο. Μια ενέργεια, άγνωστης προέλευσης, μα βλοσυρή όσο ο άναστρος ουρανός έξω απ' την μπαλκονόπορτα, διέτρεχε ηλεκτροφόρα κάθε μου σπιθαμή. Με δυσθυμία αναγνώρισα στα τρεμάμενα χέρια το προαιώνιο ανακλαστικό μάχης ή φυγής. Αυτόν τον ενσωματωμένο συναγερμό επιβίωσης που μεμιάς σε κάνει υπεράνθρωπο και σε συνθλίβει. Υπερδραστήριος λοιπόν εξ' ανάγκης, ανοιγόκλεινα μηχανικά συρτάρια του γραφείου. Έτσι, χωρίς να ψάχνω. Όχι τουλάχιστον για οτιδήποτε που θα θελα να ομολογήσω. Απλώς σκέφτηκα πως θα 'ταν ασφαλέστερο απ' το ψυγείο. Εκεί όλο κάποια σοκολάτα παραμονεύει και ποιός μαζεύει κουράγιο ν' αντισταθεί, όταν ήδη αντιπαλεύει τη νύχτα;

Τα μάτια, ενώ έτσουζαν από το λιγοστό βλεφάρισμα, αρνούνταν εγωιστικά να παραδοθούν στο όνειρο. Γυρόφερναν εκστατικά πίσω απ' τα γυαλιά, ανήμπορα όμως να συλλάβουν κάποιο ερέθισμα ή να μεταφέρουν κάποια σημαίνουσα πληροφορία. Κι αυτό τα πείσμωνε. Ώσπου στο τελευταίο συρτάρι εντόπισαν κάτι παλιές ξυλομπογιές. Εικοσιτέσσερα χρωματιστά μολύβια, έγραφε το ταλαιπωρημένο τους κουτί. Μ' ένα νοερό υπολογισμό, αρκετά πολύπλοκο κι επίπονο για έναν άυπνο εγκέφαλο, συνειδητοποίησα πως αν ήταν όλα ακόμη μέσα, θα είχα ένα για κάθε ώρα της ημέρας. Για κάποιο λόγο αυτή η διαπίστωση πήρε για λίγο διαστάσεις επιφοίτησης. Έμοιαζε φανέρωση κάποιας αλήθειας κοσμογονικού διαμετρήματος. Δεν ασχολήθηκα όμως άλλο.

Εντελώς ασυνείδητα, αναποδογύρισα το κουτί. Ένας θορυβώδης καταρράκτης δυνητικής δημιουργίας ξεχύθηκε ορμητικός. Ξαφνιάστηκα. Δεν ξέρω αν ήταν που τόλμησα να φέρω τα πάνω-κάτω ή που λειτουργούσε ακόμη η βαρύτητα. Ελάχιστη σημασία είχε. Κυνηγούσα το κόκκινο που κατρακυλούσε βιαστικό στο κρύο πάτωμα. Το τσάκωσα λίγο αργότερα στη βάση της μονάδας του υπολογιστή και το έσφιξα στην παλάμη. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα παντοδύναμος. Αν ήταν ραβδί μαγικό ή φονικό εγχειρίδιο το ξέραν μοναχά τα δάχτυλα. Δοκίμασα διστακτικά τη μύτη με τον αντίχειρα. Δε με τσίμπησε και το πήρα για δείγμα πως με συμπάθησε κι ήθελε να παίξουμε. Δε θα του χαλούσα χατίρι.

Έκατσα οκλαδόν πλάι στη στοίβα με τα χρώματα, πήρα χαρτί και κρέμασα τη γλώσσα. Τότε συνέβη: όσα κρατούσε με κόπο το μυαλό από αυταρέσκεια ή ένστικτο αυτοσυντήρησης ξεχύθηκαν και γίνηκαν αδρές κόκκινες γραμμές. Ζωγράφιζα λυτρωτικά και με μανία. Ξαναπερνούσα τις γραμμές για να στεριώσουν. Χάιδευα το χαρτί τρυφερά με τ’ ακροδάχτυλα. Ύστερα ήρθαν τα μπλε, τα τυρκουάζ και τα γαλάζια. Φέρανε θάλασσα να σβήσουν τα κοκκινάδια. Έφερα κι εγώ αντίποινα τα γκρίζα και τα μπλαβιά, να συνάξουν σύννεφα, να τα τρομάξουν. Βροχή και μούσκεψα ολόκληρος. Πριν αποκοιμηθώ -απελεύθερος πια, πάλι το κόκκινο βαστούσα. Αυτό τελικά με έσωσε απ' τη νύχτα.

Σχόλια