Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μην Κοιμηθείς!

Αυτό είναι το πρόσταγμα όταν το όνειρο σπάει τα προαιώνια δεσμά στο σπήλαιο Μακάρι και ορμά παθιασμένο, φωτοβόλο στην αντίπερα όχθη, πέρα από το στεγνωμένο ποτάμι της συνείδησης, στην έρημη πεδιάδα του Πρέπει, που κάποιοι περιηγητές -κάτι αιώνες αγωνίας πριν- σκαρφίστηκαν να ονομάσουνε Ζωή και γέλασαν σαρδόνια. Είναι πολεμική κραυγή, αλήθεια! Επιβλητικά φρικτή να σου λύνει τα γόνατα. Εγώ δε θέλω να την ακούω. Έχω να λύσω τόσα που τα γόνατα μάλλον είναι το τελευταίο. Φέρνω τις παλάμες στ’ αυτιά και σιγομουρμουρίζω ένα σκοπό. Σκοπό; Πότε βρήκα εγώ σκοπό να σιγομουρμουρίζω; Δεν είχα σκοπό εγώ πριν. Ακούγεται πάλι. Θηριώδες. Αναπόφευκτο.

“Μη χάσεις τη στιγμή. Χάσου στη στιγμή. Σπάσε την κλεψύδρα και κάνε τα θρύψαλα μενταγιόν –αν θέλεις να ζήσεις”. Έτσι μου είπε και χάθηκε γοργοπόδαρη μέσα σε δάσος από χασμουρητά. Παγανιστικό μ’ ακούστηκε. Κι αυτή; Τι ήταν αυτή; Πρωθιέρεια σε κάποιο ξένο ναό. Είμαι πιστός της συνήθειας εγώ. Αν νομίζει πως θα με προσηλυτίσει τόσο εύκολα γελιέται. Ακούς εκεί να σπάσω την κλεψύδρα. Πώς θα ξέρω πότε να πλαγιάσω; Δεν βγάζει καν νόημα. Περπατούσα σκυφτός κι έξυνα το κεφάλι προβληματισμένος, όταν άκουσα γυαλιά να σπάνε. “Έρχεται”, φώναξαν έντρομοι και μου ‘δειξαν την Ανατολή. Το ακούς κι εσύ, έτσι δεν είναι;

Ξεροκατάπια. Ήθελα να ρωτήσω αν τη συνάντησαν, μα είχαν γίνει ήδη κόκκοι άμμου που τους στροβίλιζε ο αέρας. Φλόγινα μάτια. Τα θυμάμαι και τρέμω. Είχε όμως κάτι γνώριμο πάνω της. Κάτι ανεξήγητα οικείο. Μυστήριο. Θα το έλυνα ευχαρίστως αν δεν είχα τόσα άλλα να λύσω. Είχε τα μαλλιά λυτά, καταρράκτη. Δροσερή ευωδιά που είναι πειρασμός σ’ αυτά τα μέρη που τα αποστειρώνει θερμασιά αναπόδραστου. Στο παγούρι μου, παρά λίγες στάλες. Ρε μήπως; Όχι. Η πίστη μου παραμένει αμετακίνητη. Μετακινεί βουνά. Δεν χρειάστηκε βέβαια. Καλά είναι εκεί που είναι. Φυσική οχύρωση και κανένα βότανο για τον τολμηρό ερημίτη που θα σκαρφαλώσει. 

Ο απελεύθερος δεσμώτης έχει πια γύρω του στρατό ολάκερο και κατευθύνεται προς τα εδώ, τους είδαν οι φρουροί στους πύργους της Αλήθειας. Δεν είμαι ασφαλής. Πρέπει να φύγω. Αναμφίβολα η πόλη θα πέσει. Τι πώς το ξέρω; Σσς… Μυστικό. Όπως πέφτουν οι πόλεις πάντα: προδοσία. Εγώ. Μ’ έπεισε εκείνη. Το μενταγιόν δεν το είδες; Έρχεται πόλεμος, το νιώθω τριγύρω. Το νιώθω στα κόκαλα. Αν με καταλάβουν θα πρέπει να πολεμήσω το σκοτάδι που τόσο καιρό αγόγγυστα μου πρόσφερε γαλήνη. Δε σηκώνεις το ξίφος εύκολα σε κάποιον που ξέρεις. Έκλεισα τα μάτια. Ιεροσυλία το ξέρω. Μα δεν αντέχω. Συγχώρα με, ιέρεια.

Σχόλια