Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κυνηγώντας Πεταλούδες

Άνοιξε μια θάλασσα φτερά διάπλατα σαν βιβλίο που αδημονείς να διαβάσεις. Μάτια με κοίταξαν, σαγηνευτικά και μεγάλα. Ανάμεσα στα χρώματα, εκείνα θαρρείς μαύρες τρύπες έτοιμες να καταπιούν αστέρια. Θαύμασα. Το λουλούδι είχε υποκλιθεί ελαφρά στον ερχομό της. Ντράπηκα που δεν έδειξα ανάλογη ευγένεια. Ο απόκληρος επαναστάτης μέσα μου εξεγέρθηκε: “Σε κανέναν δεν σκύβεις!” Του ‘δωσα μια σφιγμένη γροθιά να υψώσει, ν’ απασχολείται, να μην ενοχλεί. Ώρες διάβαζα –χωρίς να καταλαβαίνω πολλά. Σε κάθε επόμενη σελίδα, τα ίδια μάτια. Ίδια; Όχι. Να κάπως… Πώς να το πω; Κάπως πιο πρόθυμα. Κάπως πιο απόλυτα. Τώρα γλυκά. Τώρα φλόγινα. Τώρα μου τα πήρε.

Το λουλούδι υποκλίθηκε πάλι με χάρη. Δουλοπρέπειες, είπα ψιθυριστά μην με ακούσει ο άλλος και ξεχάσει τις κόκκινες παντιέρες που υψώνονταν κάπου στον ορίζοντα. Αχ, ο ορίζοντας! Μια γραμμή χαραγμένη, ποιός ξέρει από ποιό καλοπελεκημένο μολύβι, που έχει το θράσος να λέει: “Εδώ τελειώνει η γη. Εδώ αρχίζει ο ουρανός!” Κάτσε, ρε συ. Εγώ γουστάρω τα πράσινα με τα γαλάζια μου ανάκατα, μονοκόμματα. Εσένα ποιός σε έχρησε δερβέναγα και κουμανταδόρο; Κάθε φορά παίρνω την απόφαση να πάω να του τα ψάλλω, μα ο δειλός συνέχεια μ’ αποφεύγει. Εμ, δηλώσεις εκ του μακρόθεν και του ασφαλούς κάνω κι εγώ. Γελοίε. Άνανδρε…

Θα του ‘σουρνα κι άλλα αν ένας ίσκιος αγγέλου δεν μου ‘κλεβε τη μιλιά. Πετάρισε, χάθηκε, αναστέναξα. Δοξάζουν πως έτσι γεννιούνται οι τυφώνες. Τους πιστεύω. Δεν είναι λίγο να χάνεις μια πεταλούδα. Η ένταση της απώλειας πρέπει να ξεσπάσει. Νιώθω ήδη στροβιλισμούς να μ’ ανακατεύουν. Οιωνός πνευματικός με την αρχική σημασία. Απόκοσμος θόρυβος, δαιμονισμένος. Οι αγριεμένοι άνεμοι που έρχονται. Θα τα σαρώσουν όλα χωρίς έλεος. Και τον ορίζοντα ελπίζω. Προπάντων αυτόν. Αυτό αξίζει στους αναίσχυντους που ξεστομίζουν λέξεις όπως “τέλος” και “όριο”. Φούντωσα πάλι που τα θυμήθηκα. Όλες οι δύνες από τα παγωμένα πνευμόνια του Βοριά δεν μ’ ησυχάζουν. Στέκομαι.

Εσύ δεν θα το ‘κανες. Έχεις μάθει τις πεταλούδες να τις κυνηγάς –έτσι σε μεγάλωσαν ή έτσι μεγάλωσες ή γι’ αυτό μεγάλωσες. Με απόχη που έχει υφάνει το όνειρο από νήματα πείσματος, τρέχεις ξοπίσω τους. Δεν ξέρω τι τις κάνεις σαν τις τσακώσεις. Υποψιάζομαι όμως –πες το διαίσθηση- πως τις βάζεις σε γυάλινο βάζο, ξαπλώνεις ανάσκελα και τις αφήνεις να γαργαλήσουν το γυμνό σου στομάχι. Λες τα λιβάδια ολοένα θα ψάχνεις γι’ αυτή την αίσθηση. Δεν μπορώ να σε καταλάβω, αν και προσπαθώ. Ίσως είναι που εγώ δε γαργαλιέμαι. Λες είσαι λίγος, δεν με καλύπτεις. Ε άντε, …καλύψου! Έρχεται θύελλα.

Σχόλια

  1. Μόνο ένας Δον Κιχώτης στην ψυχή θα μπορούσε να κυνηγά πεταλούδες με την ίδια θέρμη που θα κυνηγούσε κι ανεμόμυλους και όνειρα στο αύριο και στο χθες με τα δυο πόδια σταθερά στο σήμερα που πληγώνει.
    Θα γυρίσω να εξερευνήσω τις αναρτήσεις αυτού του ιστολογίου … με μια πρώτη ανάγνωση είναι απλά ονειρικές.

    Την Καλημέρα μου !

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου