Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αστοιχείωτος

Περνάν οι λέξεις από μέσα μου νετρίνα. Δεν με αγγίζουν κι ας ψάχνουν να με βρουν. Είναι σκιές που καβαλήσανε τον ίλιγγο και να στεριώσουνε σε σάρκα δεν μπορούν. Θερμοκρασίες πολικές κι αν κατεβάσω και σε υπόγεια ανέγγιχτα θαφτώ, πάλι ανάξιος θα κριθώ αν δοκιμάσω να σταματήσω το αιώνιο κρυφτό. Δεν χωρούν χιλιάδες όψεις σ’ ένα πρόσωπο κι ένα κορμί δεν συγκρατεί μύριες υπάρξεις. Μένουν τα μάτια ανοιχτά μα ανοχύρωτα, όταν οι έννοιες δεν επανδρώνουν τις επάλξεις. Κι αφού να γίνω άσωμος αδυνατώ, εκλάμψεις που στο άπειρο καλπάζουν, το συναπάντημα που κεραυνούς θα φύτευε, φλύαρους αέρηδες ξεφυσά που δεν κοπάζουν. 

Ο νους κουβάρι, σκοτεινός και ακατάστατος, δεν δίνει σήματα για να μη γίνει στόχος. Από τη σκέψη ως την απόρριψη, εντελέχεια. Αναπόδραστος ξεχαρβαλωμένος βρόχος. Ανάμεσα στα νέφη αχνοφέγγουνε αρρωστιάρικα και νυσταγμένα αστέρια. Το φως τους επιμένει αγαθιάρικα να μου βάψει ασημί τα χέρια. Στον ουρανό στόματα ανοίγουν σωρηδόν σαν μαύρες τρύπες για ύλη πεινασμένες και για χάση. Λαμβάνει αυθαίρετα η αρίθμηση ειδών φάλτσες χορδές στο λαιμό μου περασμένες ως τη βάση. Τι νερό να μαζέψει τρύπιο λαγήνι; Πιανόλα αγράμματη τι κυλίνδρους να διαβάσει; Κι όμως τους γρίφους της πλάσης κάποτε τους έλυνα πριν γίνουν οι λύσεις κυνόδοντες και ουρλιαχτά πανσέληνα.

Νύχτα ανεμώδης ταΐζει λιπόψυχους ψιθύρους, κραυγές και κρότους λερή αντάρα ξεγεννά. Σκέψεις αγρίμια και αντάρτες ενεδρεύουν σ’ άδοξες λόχμες και σουβλερά στενά. Πλήθος θορύβων ξιπασμένων και ανάγωγων, για όπου κι αν κίνησαν ποτέ τους δεν θα φτάσουν, αφού επανάσταση κηρύχτηκε συμφέρουσα, λόγχες τα δάχτυλα πριν την αυγή θα τους κρεμάσουν. Και τα φαντάσματα εκείνα τ’ ανυπότακτα απ’ της θηλιάς θα ξεπετιούνται τις τριχιές για ν’ ορμήσουν σε λακκούβες με λασπόνερα που είναι τρίσβαθες κι ας φαίνονται ρηχές. Σ’ αντιφεγγίσματα πλανερά θα πλένονται και σε συγχύσεις χωρίς ανάσα θα βουτούν, ώσπου να βρουν μανδύα χρυσοπόρφυρο από τα ξέφτια γερά να γραπωθούν.

Σα τις κλωστές του υφάσματος μετρήσουν και ζαλιστούν από πτυχές και ανεμίσματα, θα χυτευθούν στις μήτρες του μαικήνα ώστε να γίνουν γυαλιστερά νομίσματα. Από πουγκί αξίες απαστράπτουσες θ’ αργοκυλούν, θα πέφτουν, θα κλαγγίζουν. Αφού συνάξουν όργια, σπαθιά και προσευχές, απ’ την ακρόπολη καθώς κατηφορίζουν θα υπόσχονται αφέντη να με χρήσουν, στις διαταγές μου να βαράνε προσοχές. Αρκεί ν’ αποκαλύψω τον γραφέα που ερμηνεύει του αδερφού μου τις αράδες. Να τον πουλήσω για να στήσω πρωτοσύμπαντα ταλαντευόμενα πάνω απ’ απύθμενες χαράδρες. Τότε ελεύθερα θα ξεφορτίζει ο πυρήνας στοιχειωτικός μ’ ακρίβεια αιχμής, στοιχειωδώς στις γεύσεις υπακούοντας για να ισχύει η διατήρηση ορμής.

Σχόλια