Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διαλέγοντας Κεράσια

 Δεν είμαι απ’ τους πολύχρωμους ανθρώπους. Αυτούς που θέλεις στη ζωή σου για να την ντύσουν στα εμπριμέ, κρύβοντας τις ασχήμιες. Που ‘χουν στο βλέμμα λάμψη που τραγουδά φαλσέτο και που χορευτικό ρυθμό το βήμα τους χτυπάει. Τούτοι με κάνουν να νιώθω άβολα. Κι είμαι συχνά καχύποπτος τι θέλουν αλήθεια να πετύχουν. Θλιβεροί παλιάτσοι. Δεκάρες κάλπικες. Τρομάζουν σαν δουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη χωρίς το μακιγιάζ της ξέγνοιαστης ελαφρότητας. Στην επιφάνεια λικνίζονται αυτάρεσκα χωρίς να βουτήξουνε ποτέ στα βάθη τα πηχτά του αβυσσαίου είναι. Κι αυτόν το φόβο τον μυρίζομαι. Είναι τόσο δύσοσμος που τα πλουμίδια με δάκρυα ξεπλένει.

Είναι όλοι τους είτε αποκρουστικά αδαείς είτε εκμαυλιστικά υποκριτές; Όχι. Υπάρχουν ειλικρινή πλάσματα της ίριδας. Δεν τ’ αρνούμαι. Μ’ αυτογνωσία κι ακεραιότητα που δεν τους στοίχισε όλα τους τα χαζογελάσματα. Που τρύπησαν το έρεβος της ύπαρξης και βρήκαν παλέτα ν’ αναβλύζει. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι, να μοιράζονται όση βαστάει η ψυχή τους ομορφιά. Όπως την ξέρουν και τους αρέσει. Γιατί είναι σίγουρα λιγοστοί αυτοί που την ωραία που τους έλαχε μερίδα δεν την κρύβουν σε φιλάργυρα μπαούλα, μα πάνω τους την κουβαλούν, την περιφέρουν κι αφήνουν τους άλλους να την αγγίξουν, τεκμήριο αδιάψευστο για μουντρούχους μηδενιστές κι άπιστους θωμάδες. 

Έτσι τριγυρνούν τα χρώματα, μ’ αυτοπεποίθηση θαρρείς θρασεία. Κι εμένα, τον μονότονο, ήσυχο δε μ’ αφήνουν. Έρχονται απροειδοποίητα τ’ απογεύματα και παίζουμε μπάλα. Με φορέματα λουλουδάτα, ανταύγειες στα μαλλιά και γκλίτερ. Και ζωγραφίζουμε ουράνια τόξα με ξυλομπογιές. ‘Βαρέθηκα, πάω σπίτι’ λένε σ’ ανύποπτο χρόνο και φεύγουν παιχνιδιάρικα. Μένω μονάχος στο δωμάτιο. ‘Έφυγαν;’ ρωτά τότε μια φωνή. Με ανακούφιση ή απογοήτευση, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως τώρα, ανάμεσα στα δικά μου γκρίζα σκίτσα, υπάρχει ένα σχέδιο με κατακόκκινα κεράσια. Και πράσινο γρασίδι. Και γαλανό ουρανό. Κι ήλιο ολόλαμπρο, πορτοκαλί -δεν έχει κίτρινο το παλιό κουτί που φυλάω στο συρτάρι. 

Δεν είμαι από τους πολύχρωμους ανθρώπους. Έχω παρατηρήσει, όμως, πως τα χρώματα τείνουν να με συμπαθούν, όσο κι αν το παίζω εγώ πολύ σοβαρός και καθωσπρέπει για την παρέα τους. Συμβαίνει δε, να αποσπάται η προσοχή τους και να φεύγουν προτού οι γραμμές μου γίνουν αυστηρότερες απ’ όσο θα μπορούσαν να αντέξουν. Κι έτσι κι οι δυο πορευόμαστε ευτυχισμένοι και ολόκληροι. Χωρίς τη σύγκρουση ή την κατάκριση που το αλλιώτικο συνήθως φέρνει. Εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν κρύβονται με φαντεζί μοτίβα και αυθάδικες αποχρώσεις οι ασχήμιες της ζωής. Κι ούτε χρειάζεται. Ωστόσο, λίγο μπογιάτισμα πού και πού κακό δεν κάνει.

Σχόλια