Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μέχρι να Βγει το Λάδι


Κοιμήθηκα δεκαέξι ώρες. Ναι, αυτό είναι πάνω από μισό εικοσιτετράωρο! Σαφώς πολλαπλάσιος χρόνος από τα συνήθη τετράωρα-εξάωρα μετά από κάποιο ανούσιο ξενύχτι μπροστά στον υπολογιστή ή χειρότερα την τηλεόραση. Ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, που ήρθε ανεμπόδιστα με το που ακούμπησα στο κρεβάτι. Συνήθως προηγούνται αρκετές ιδιοπεριστροφές που περιπλέκουν τα σκεπάσματα και ο ανάλογος χρόνος που απαιτείται για την αποσυστροφή τους, μαζί με τις ενδιάμεσες στάσεις για το αναποδογύρισμα του προσκέφαλου ώστε να παραμένει πάνω η δροσερή πλευρά. Προηγουμένως είχα καταβροχθίσει λαίμαργα και με περισσή όρεξη το γεύμα που είχε ετοιμάσει η μητέρα, το οποίο σε άλλες περιπτώσεις πιθανότατα θα περιφρονούσα.   

Τι μεσολάβησε που ανέτρεψε άρδην τους βιορυθμούς μου; Μόλις έξι ώρες χειρωνακτικής εργασίας! Αντικειμενικά, δεν είναι δα και πολλές. Ούτε να πεις δούλεψα εντατικά, αδιάκοπτα. Κι όμως υπήρξαν αρκετές για να επαναρυθμίσουν το ημερήσιό μου πρόγραμμα που, προς ώρας τουλάχιστον, υπάκουε αποκλειστικά σε στοιχειώδεις σωματικές επιταγές. Εκείνη την ημέρα δε χρειάστηκε να επινοήσω τρόπους για να ξοδέψω το χρόνο μου και να καταπολεμήσω την ακατάληπτη ρουτίνα της καθημερινότητας. Εκείνη την ημέρα ένα πιάτο φαΐ και μια κουβέρτα ήταν ο κόσμος μου όλος. Ήταν η ευτυχία μιας υπερμινιμαλιστικής αυτάρκειας που, ακόμη και τώρα, δεν είμαι σίγουρος αν είναι δέουσα στοχοθεσία ζωής.

Όταν ο πατέρας ανακοίνωνε πως θα χρειαστεί βοήθεια για να μαζέψει τις ελιές, δε θα το κρύψω, δυσανασχέτησα. Συναίνεσα ακουσίως και μόνο εξαιτίας της υπέρθεσης ενός αισθήματος χρέους συμβολής στα της οικιακής οικονομίας. Ώσπου φτάσαμε στο χωράφι και θώρησα τα δέντρα να ελαφρολικνίζονται ασημιά, φορτωμένα με καρπό. «Για ποιον αν όχι για μένα;», αναρωτήθηκα και η απάντηση έμοιαζε τόσο αυτονόητη και αδιαμφισβήτητη που ένιωσα αγνώμονας. Και στρώσαμε λαδόπανα που φούσκωνε ο αέρας σαν τέντα τσίρκο. Και σκαρφαλώσαμε στα δέντρα, βιγλάτορες σε πράσινο κατάρτι. Και χαιρετήσαμε εγκάρδια, με χαμόγελο ζεστό, την οικογένεια που μάζευε κι αυτή ελιές στο δίπλα το χωράφι.

Αν ισχυριστώ πως οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβω, ψέματα θα ‘ναι. Αλλά δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό αυτό. Ήταν ώρες που ‘χες μια αίσθηση σκοπού να γαλβανίζει τα μέλη σου. Όχι αίσθηση αόριστη, ιδεώδη, μα ψηλαφητή, με σαφές αναφερόμενο: «Αυτό ακόμη το δέντρο…».  Με τα τελάρα στην καρότσα και τον ήλιο να ‘χει σχεδόν χαθεί εξολοκλήρου, επιστρέφαμε σπίτι. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο έμπαινε εκείνη η αναζωογονητική ευωδιά φρεσκοαναδευμένου χώματος καθώς τρακτέρ όργωναν τη γη εκατέρωθεν του δρόμου. Ε, εντάξει, μολονότι δεν μου μπαίνουν τρελές ιδέες να τα παρατήσω όλα και να γίνω αγρότης,  μια στις τόσες είναι εμπειρία!

Σχόλια