Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μάστορας Αρχιμάγειρας



Στο λεωφορείο δυο νεαροί, προφανώς σπουδαστές κάποιας σχολής μαγειρικής, συζητούν ευδιάθετοι για τις εμπειρίες τους. Ο πρώτος συστήνει στο δεύτερο να έχει το δικό του σετ μαχαίρια. Έτσι πρέπει κι έτσι αρμόζει. Του λέει για ένα φοβερό μαχαίρι που είχε για να φιλετάρει κοτόπουλο, αλλά το έχασε σε κάποιο πάρτυ σε σπίτι φίλων. Μάλλον πετάχτηκε πάνω στο συμμάζεμα το επόμενο πρωί. Αυτό που έχει τώρα τον παιδεύει πολύ. Ο άλλος γνέφει πως συμφωνεί, αλλά δικά του μαχαίρια δεν έχει. Κρατιέμαι καλύτερα απ’ τη χειρολαβή, καθώς ο οδηγός επιταχύνει επανεκκινώντας από μια στάση. Στο μυαλό αναπήδα η συζήτηση μαζί με σκέψεις δικές μου.

Σετ μαχαίρια. Άσχημα πράγματα, επικίνδυνα. Πονάνε τον κόσμο σα βγαίνουν. Ούτε ν’ ακούσω για μαχαίρια, πόσο μάλλον δικά μου. Αλλά για στάσου. Στην κουζίνα είναι προέκταση του καλλιτεχνικού σου εαυτού. Σε βοηθάνε να πετύχεις τους στόχους σου. Καθένα για ξεχωριστή δουλειά, μα όλα τους χρήσιμα. Θέλουν φροντίδα για να ‘ναι σ’ εγρήγορση όταν πρέπει. Κοφτερά, γι’ αυτό και αποτελεσματικά. Με λαβή εργονομική και στέρεα, να τα νιώθεις καθώς τα βαστάς, να μη χάνεις επαφή. Πάρτυ σε σπίτι φίλων… φίλοι. Να ένα σετ που μ’ αρέσει που έχω δικό μου. Έτσι πρέπει κι έτσι αρμόζει. Ναι, γνέφω κι εγώ. Πρέπει να έχεις δικό σου σετ. Λυπάμαι τον εκπαιδευόμενο σεφ που δεν έχει.

Στη μαγειρική είσαι χαλαρός, υποστηρίζει τώρα ο πρώτος κι εγώ ανασηκώνοντας το κεφάλι πιάνω πάλι το νήμα της κουβέντας τους. Αν, παραδείγματος χάρη, σου πέσει πολύ περισσότερο αλάτι απ’ ό,τι πρέπει στο φαγητό, τσουπ, πετάς μια πατάτα μέσα και το φέρνεις στα ίσια του. Γιατί η πατάτα τραβάει τ’ αλάτι, συμπληρώνει ο άλλος. Ο πρώτος του κλείνει το μάτι σ’ επιβράβευση για τις γνώσεις και μαζί γελάνε τρανταχτά. Είναι η εμπειρία που σου διδάσκει τέτοια μικρά τεχνάσματα, μοιάζουν να συμπεραίνουν. Η ζαχαροπλαστική όμως δεν είναι έτσι. Η ζαχαροπλαστική είναι χημεία.

Στη μνήμη έντονη, ολοζώντανη η εικόνα εκείνης της βραδιάς: τέσσερεις φίλοι στην προκυμαία και στη μέση μπωλ γαλακτομπούρεκο. Για μέρες ήθελα να τους βρω, να γευτούν το δικό μου μικρό ζαχαροπλαστικό εγχείρημα. Στενοχωριόμουν που δε θα το έβρισκαν σ’ όλο του το «μεγαλείο», όπως όταν το πρωτοξεφούρνισα. Ωστόσο θα τους το πήγαινα ο κόσμος να χαλούσε! Κι έλαχε η μέρα Κυριακή, ένας ουρανός μ’ αστέρια και θάλασσα. Δεν είχα λόγια. Γι’ ακόμη μια φορά συμφωνούσα με τους νεαρούς: Είναι χημεία! Χαμόγελο γλυκό, σαν το σιρόπι απ’ το γαλακτομπούρεκο, ήρθε στα χείλη μου. Την κρατάω σίγουρα τη συνταγή! 

Σχόλια