Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Υπασπιστές του Αινικτή

Ό,τι έμαθες να το ξεχάσεις. Κι ό,τι κέρδισες πρέπει να χάσεις. Όσα έπιασες να τα αφήσεις. Κι ό,τι έχτισες να το γκρεμίσεις. Δεν βάζω, φίλε, τους κανόνες. Έτσι πηγαίνει η γραμμή αδιαλείπτως για αιώνες. Κανείς δεν κάνει για πολύ ίδιος να μείνει. Αλλιώς ο κύκλος σκυθρωπά τριγύρω κλείνει. Ο κόσμος γίνεται μικρή, αδιάφορη τελεία. Μορφάζει, φέρεται γελοία. Γιατί αν και θα όφειλε να σταματήσει, εκείνος καίγεται να συνεχίσει. Ενώ νομίζεις σπλαχνικά θα τον τελειώσεις με την παύλα, γι΄ άλλο ένα μπάρκο μόλις του πλήρωσες τα ναύλα. Στο πλάι τα δυο σημάδια ξύπνια γυρίζει. Φιλοτεχνεί θαυμαστικό και ξαναρχίζει.

Το μπρος θέλει πίσω να επιστρέψει. Κι ό,τι ανέβλυσε ψάχνει τρόπο να στερέψει. Άκρα διπλώνονται ν’ αγγίξουνε τη μέση. Κι ό,τι σηκώθηκε, προσεύχεται να πέσει. Δεν φέρω, αδερφέ μου, την ευθύνη. Είναι συνήθεια που λατρεία έχει γίνει. Τα πάντα ενθαρρύνονται ν’ αλλάζουν. Αλλιώς απομένουνε μνημεία που τρομάζουν. Ο λόγος φρικιασμένος ρίχνει το κέλυφος σε κώμα. Μετουσιώνεται να διαφύγει απ’ το σώμα. Γιατί αν και κλήθηκε να κατοικήσει, εκείνος καίγεται να ανεμίσει. Ενώ νομίζεις θα τον σφραγίσεις επισήμως με τη βούλα, πίσω στο άλογο τον ανέβασες στη ζούλα. Τα δυο σημεία πονηρά στοιβάζει. Παίρνει ανάσα δανεική κι ερωτηματικό κατασκευάζει.

Πού σε βρίσκω πού σε χάνω, μου αμφισβητείς το πλάνο και νομίζεις πως για σένα μια εξαίρεση θα κάνω. Λες πως θα υπάρχει τρόπος να περισωθεί ο κόπος. Δεν σε νοιάζει τι κηρύσσει ο καθένας καιροσκόπος. Να αντιπαρέλθω με το ζόρι καταφέρνω. Δυστυχώς είναι πικρά τα μαντάτα που σου φέρνω, όσα έχεις κρατημένα μου τα δίνεις ή τα παίρνω. Δεν διαφέρεις απ’ τους άλλους, τους μικρούς και τους μεγάλους, που παρέδωσαν το νου τους στης αεικαινοτομίας τους μετακλητούς δαιδάλους. Όλα καινούργια πάντα. Γι’ αυτό κάνε τα κουμάντα και τον αψύ εγωισμό σου άφησε στην μπάντα. Ό,τι υπάρχει ήδη εμποδίζει.

Τι πάει να πει “Για στάσου”, για τα νέα πρότυπα ετοιμάσου και μην καθυστερείς αδίκως για να σώσεις τάχα τα δικά σου. Όλα στην ίδια χύτρα κι όσα κι αν πληρώσεις λύτρα δεν θα περισώσεις απ’ το καμίνι τη μονάκριβή σου μήτρα. Την είχες φτιάξει με μεράκι, τώρα βάλε ένα χεράκι, για να χυτευτεί εκ νέου με τις έξεις του κοσμάκη. Την κοιτούσες με καμάρι, μα σε πήραμε χαμπάρι που την έκρυβες τα βράδια κάτω από το μαξιλάρι. Δώστην μας και θα τα βρούμε, όλοι μας σε συμπονούμε, μα ν’ αφήσουμε αντίκες να χαλκεύουν δεν μπορούμε. Το καινούργιο περήφανα γυαλίζει.

Σχόλια