Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δωμάτιο Επίδρασης

Κοφτερό χιούμορ. Καυστική ειρωνεία. Ειλικρίνεια που σπάει κόκαλα. Αλύγιστη πεποίθηση. Φωνή δική σου. Αξεπέραστη. Ασυναγώνιστη. Μοναδική. Όπως κι οι υπόλοιπες. Στριμωγμένες άτσαλα ανάμεσα σε τοίχους κλειστοφοβικούς με έξοδο σφαλιστή. Χορωδία του τρόμου. Λόγια πάνω σε λόγια. Άτακτες στοίβες ίσαμε το ταβάνι. Αφρός από κύματα κουρσάρους και λυσσασμένα σκυλιά που αλυχτάνε στο χαμένο ασημόφωτο. Βενθικές ατμόσφαιρες ξεπριτσινώνουν βασταγερές ραφές καλλιτεχνικές. Φυσαλίδες ξεφεύγουν, μικροί αυτόνομοι κόσμοι. Απ’ το σπασμένο γυαλί στο κράνος του σκάφανδρου που ραγίζει από μια τσεκουράτη κατακούτελη δήλωση. Κι ο ζωογόνος σωλήνας μπλεγμένος, δεσμός γόρδιος. Σε καμιά επιφάνεια δεν οδηγεί. Όχι τουλάχιστον σε κάποια που μπορεί ανάσες να προσφέρει.

Μεγαλέξανδροι τραβάνε σπαθιά που ακόνισμα θέλουν. Κι αν τους κοιτάξεις στα μάτια βαθιά, αυτά τα μάτια που πάνθηρα μοιάζουν -μαύρου ή ροζ, διακρίσεις δε γίνονται- το όπλο απρόθυμα θηκιάζουν κι ένα φάλτσο σκοπό περισπασμού αρχίζουν να σφυρίζουν. Τα δάχτυλα κροταλίζουν σε σφιγμένη γροθιά και γλείφουν τα ξεραμένα τους χείλη. Τη μύτη ρουφάνε και γνέφουν προς τον άλυτο κόμπο. Σιγά ρε Κολόμβοι την ανακάλυψη που κάνατε. Θαρρείς εμείς δεν ξέρουμε πως αν δεν σκαρφιστούμε κάτι σύντομα θα τελειώσει ο αέρας. Κάθε λέξη κοστίζει. Ενστάσεις. Αντιρρήσεις. Σαν να μην άλλαξε τίποτα. Δεν άλλαξε τίποτα. Να εδώ όλοι μαζί στο κλειδωμένο, υποξικό δωμάτιο.

Ακόμη κλειστή ερμητικά η πόρτα. Οι πιο πολλοί μιλούν για το κλειδί. Πού να ‘ναι; Ποιος να ‘το χει; Γιατί το φτιάξαν εξ’ αρχής; Τι πάει να πει κλειδώνω; Κατακλύζεται ο χώρος με γνώμες κι απόψεις, θλιβερά, πολύχρωμα μπαλόνια γι’ ακυρωμένο πάρτυ. Που σκάνε με πάταγο και ξεφουσκώνουν τσιρίζοντας οικτρά σαν συναντούν αιχμηρά σχόλια για πιθανά αντικλείδια. Θα τα φτιάχναν σίγουρα, μα είναι περίτεχνα κι αδυνατούν μονάχοι. Μπορούν να στήσουν σχέδια. Κι αν υπακούσουμε οι άλλοι... Κι αν παιδευτούμε... Λίγο. Ή πιο πολύ. Μια αρμαθιά αχρείαστα στελέχη να κουδουνίζουν θα ‘χουμε. Στο μεταξύ, κανείς δε σκέφτηκε το πόμολο να παίξει.

Κι αυτή η πνιγηρή κοσμοπλημμύρα αυτοφώτιστων υπερδραστήριων μυαλών πάνω σε ράγες αλλόκοτες αργοκυλά. Βγάζοντας από τη βολή τους ρόδες βαριές, μεταλλικές που τρίζουν από σκουριά και πείσμα. Βαγονέτα με κάρβουνα κακόσχημα κομβόι. Σε καμίνι ψυχανεμίζονται πως πάνε φωτιάς λυτρωτικής. Με γλώσσες λαοπλάνες, σπινθιρίζουσες. Που ιδρώτα γεννούν στα τίμια μέτωπα και τα λερωμένα χέρια ψήνουν ώσπου να μην γνωρίζουν άγγιγμα. Καύσιμο να γίνουν για μια ατμομηχανή που οι πάντες καμώνονται πως ξέρουν τι καπνό φουμάρει και για πού τραβάει. Που έχει ονόματα πολλά. Που είναι φτιαγμένη από παλιά. Κρυμμένη επιμελώς σε κοινή θέα. Πάντα υπ’ ατμόν. Απαραγνώριστος ο ήχος της σφυρίχτρας.



Σχόλια